Στη Neda, που σκοτώθηκε από τους πραίτωρες του σκοταδιστικού καθεστώτως του Ιράν
Στην Οαχάκα, στο Μεξικό, ζει ο δάσκαλος γερο-δάσκαλος Francisco Rodriguez. Γιος μιας Μεξικάνας εργάτριας από το Ταμπίκο και ενός Ισπανού εμιγκρέ από τις Αστούριας, ο Don Francisco γενήθηκε μέσα στη φτώχεια και τους εργατικούς αγώνες. Ήταν μωρό ακόμη όταν οι γονείς του, που ήταν οργανωμένοι στους αναρχικούς της περιοχής, τον έπερναν στις διαδηλώσεις των εργατών στο Ταμπίκο. Η απεργία εκεί απέτυχε και ο στρατός με τη χωροφυλακή χτύπησαν άγρια τους εργάτες, και ο μικρός Francisco αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη μαζί με τους γονείς του και να μετακομίσει στην ενδοχόρα. Μεγάλώσε στο Ερμοσίγιο, όπου οι γονείς του εργάζονταν ως εργάτες γης. Έμενε, όπως και οι άλλοι φτωχοί του Μεξικού σε ένα χαμόσπιτο στη μέση της ζούγκλα, ενώ κάθε μέρα πήγαινε στο σχολείο, μιας και οι γονείς του δεν ήθελαν να γίνει αγράμματος.
Στα μέσα της δεκαετίας του 40 μετακομίζει στο Μέξικο Σίτι, και εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο, για να γίνει εκπαιδευτικός. Παράληλα δουλεύει σε μπαρ της πόλης, όπου συχνάζει όλη η καλιτεχνική πρωτοπορία της χώρας. Γνωρίζει τον Μπουνουέλ, τη Φρίντα Κάλο και τον άντρα της. Παράλληλα γοητεύεται από τη δουλειά του. Λατρεύει την αίσθηση και τη μυρωδιά της κιμωλίας, μα πάνω απ’όλα αγαπά τους συνανθρώπους του, τους απλούς και αγράμματους ιθαγενείς και χωρικούς, στους οποίους θέλει να διδάξει γράμματα για να μην πέφτουν τόσο εύκολα θύματα των διαφόρων αγυρτών που τους εξαπατούν,ιδίως των εμπόρων και των αφεντικών. Θέλει, όσο τίποτα, να εξοπλίσει τον κόσμο ενάντια στην καταπίεση. Και εδώ αρχίζει η πολιτική δουλειά του Francisco. Εγγράφεται στο Κόμμα. Δουλεύει νυχθημερόν στις οργανώσεις βάσης προσπαθώντας να οργανώσει τους εργάτες, τους φοιτητές, τοπυς γείτονες του. Οργανώνει κινήσεις. Κάποιες πετυχαίνουν, άλλες αποτυγχάνουν. Και μετά, έρχεται η πρώτη μετάθεση. Τσιάπας. Φτάνει εκεί με μεράκι, με τη θέληση να διδάξει. Τα πράγματα όμως είναι δύσκολα. Οι ιθαγενείς τον βλέπουν με δυσπυστία, και η τοπική κυβέρνηση του κάνει τη ζωή δύσκολη. Υλικά δεν υπάρχουν γιατί ο διευθυντής εκπαίδευσης κλέβει τα λεφτά, ενώ τα παιδιά δεν έχουν να φάνε. Όμως δεν το βάζει κάτω. Μαθαίνει τις τοπικές γλώσσες, βοηθά τους ηθαγενείς στις δουλειές τους τα απογεύματα, βρίσκει τρόπο να παρακάμψει τον διευθυντή και να φτάνουν τα υλικά στην τάξη. Κάπως έτσι περνούν πέντε ή έξι χρόνια. Επιστρέφει στο Μεξικό, αφού όμως περάσει δύο χρόνια σε ορεινές κοινότητες.. Δουλεύει σε ένα λύκειο της πρωτεύουσας, ενώ συνάπτει σχέσεις με τους εξώριστους που μένουν στην πόλη. Παρακολουθεί όλη τη διαδικασία για και τα γυρίσματα για το Olvidadοs του Μπουνουέλ, ενώ γνωρίζει από κοντά τους αδεφούς Κάστρο, τον Καμίλο Σιενφουέγος, και έναν εντυπωσιακό νεαρό γιατρό από την Αργεντινή, με το όνομα Ερνέστο Γκεβάρα. Συμμετέχει στις εξορμήσεις των τρελών αυτών Κουβανών στα βουνά, μερικές φορές μάλιστα ως οδηγός, και εντυπωσιάζεται αππό τη θέληση του Αργεντίνου, που αν και πάσχει από χρόνιο άσθμα έχει βάλει σκοπό της ζωής του να κάνει όλη την σκληρή εκπαίδευση που απαιτείται για να γίνει αντάρτης. Την τελευταία νύχτα πριν να φύγουν από την πόλη για να μπαρκάρουν με το Granma, γίνεται μια αποχαιρετιστήρια γιορτή στο σπίτι του Γκεβάρα. Λίγο πριν το δυαλήσουν,σηκώνει το ποτήρι του και φωνάζει:¡Vivan los companieros!
Αμέσως μετά ποτήρια τσουγκρίζουν και ο κόσμος, αρχίζει να τραγουδά τους στίχους του Χοσέ Μαρτί. Και λίγο αργότερα το El Pueblo Unido. Και λίγο μετά φεύγουν. Ο ίδιος επιστρέφει στο σπίτι. Δουελεύει και περιμένει υπομονετικά τα νέα. Η απόβαση στην Κούβα δεν πάει καλά, και ο δίος αρχίζει να ανησυχεί για την επόμενη μέρα. Όμως λίγο αργότερα μαθαίνει ότι το εντάρτικο έχει αρχίσει να εδραιώνεται κάπως, ότι οι άλλοι είναι καλά. Αρχίζει να βοηθά με την αποστολή όπλων και φαρμάκων. Και πάνω απ’ όλα συνεχίζει να διδάσκει.
Φτάνει το 1959, η επανάσταση στην Κούβα εδραιώνεται, και ο Τσε γίνεται υπουργός. Συνεχίζει όμως να εργάζεται με τον ίδιο ενθουσιασμό, χωρίς σταματημό. Ο Fernando, που παρακολουθεί στενά την επανάσταση, μένει και πάλι έκπληκτος με τον Αργεντίνο, ο οποίος δουλεύει μεν για την επανάσταση, αλλά έχει και το θάρρος, ή θράσος, να ασκεί κριτική στη Σοβιετική Ένωση και την αντίληψη του ΚΚΣΕ για τον κομμουνισμό. Ο ίδιος συνεχίζει να διδάσκει, αλλά και αρχίζει να αμφιβητεί τις Σταλινικές ιδέες. Στη δεκαετία του 60 ανακαλύπτει σιγά σιγά τον Μαρκούζε, τον Σαρτρ, και βασικότερα, τις εκπαιδευτικές ιδέες του Πάουλο Φρέιρε. Αρχίζει να τις εφαρμόζει σιγά σιγά, και ωθεί τους μαθητές του να γίνουν άνθρωποι με δική τους κρίση, που να αποφασίζουν από μόνοι τους για τη ζωή τους. Το 1967 πάει μυστικά στην Κούβα για να εκπαιδευτεί σε σεμινάρια ως δάσκαλος, να μάθει πως να οργανώνει μαθήματα για την καταπολέμιση του αναλφαβιτισμού. Βλέπει για τελευταία φορά τον Τσε, που του λέει ότι ετοιμάζεται να ξαναφύγει για αντάρτικο, αυτή τη φορά στην Βολιβία. Τον Οκτώβρη όμως μαθαίνει τα άσχημα νέα. Το αντάρτικο απέτυχε, και ο Τσε είναι νεκρός. Πολλοί μιλάνε για προδοσία. Ούτως η άλλως ο Φιντέλ είιναι ακόμα πιστός στην Σοβιετική Ένωση, η οποία δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τον Τσε. Έρχεται το 1968 και οι Σοβιετικοί εισβάλλουν στην Τσεχοσλοβακία, σε μια προσπάθεια να σταματήσουν την “Άνοιξη της Πράγας”. Ο Francisco διαφωνεί με το κόμμα και φεύγει πικραμένος. Όμως συνεχίζει την συνδικαλιστική δράση, τρέχει στις διαδηλώσεις των φοιτητών και των μαθητών, είναι εκεί στους αγώνες των νέων. Και μετά γίνεται το Κακό. Οι φοιτητές οργανώνουν καταλήψεις και διαδηλώσεις, ζητώντας να αλλάξει το εκπαιδευτικό σύστημα. Απο κοντά και οι μαθητές, που οργανώνονται. Και ο Francisco είναι εκεί. Σιγά σιγά οι διαμαρτυρίες πέρνουν τη μορφή λαΪκής εξέγερσης κατά της κυβέρνησης. Κια κάπου εκεί αρχίζει η καταστολή. Την μοιραία εκείνη νύχτα, βρίσκεται στο κέντρο της διαδήλωσεις, στην πλατεία Τριών Πολιτισμών. Βλέπει τους στρατιώτες να εμφανίζονται, τις φωτοβολίδες από τα ελικόπτερα να σκάνε. Ακούει τις ριπές από τα πολυβόλα, τις εκρήξεις, βλέπει νέους ανθρώπους γύρω του να σωριάζονται γαζωμένοι από τις σφαίρες. Πολλοί μαθητές του, και φίλοι του σκοτώνονται εκεί, δύο ξεψυχούν μπροστά στα μάτια του. Αποσύρεται από την πολιτική και φεύγει με μετάθεση για την Οαχάκα. Και μετά σιωπή……
Το 1969 παντρεύεται, κάνει παιδιά, αλλά συνεχίζει να διδάσκει τον κόσμο μέχρι τα τέλη του ’87, που πέρνει σύνταξη. Διδάσκει μικρούς, μεγάλους. Δίνει από το υστέρημα του για να έχουν βιβλία και γραφική ύλη, και παπούτσια οι μαθητές. Όλα είναι ύσηχα…..
Όχι όμως σήμερα. Σήμερα είναι η δωδέκατη μέρα της κατάληψης της πλατείας της πόλης από τους δασκάλους. Ο Δον Φερνάντο παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις. Πρώτον γιατί απεργούσαν οι άνθρωποι των οποίων κάποτε ήτασν συνάδελφος, και δεύτερον γιατί τα πιο βασικά αιτήματα τους μετά τον μισθό αφορούσαν τη βελτιωση της ζωής των μαθητών τους, ιδίως εκείνων που έρχονταν από τα χωριά. Κάθε μέρα πήγαινε στην πλατεία, πήγαινε στον ραδιοσταθμό και έδινε ραδιοφωνικές διαλέξεις επί παντός επιστητού, και τα βράδυα έφερνε ψωμί στους καταληψίες συναδέλφους, και κιμωλίες για όσους έκαναν δωρεάν μαθήματα μέσα στην πλατεία. Χτες το βράδυ όμως τα πράγματα πήραν μια στροφή προς το χειρότερο. Η αστυνομία επιτέθηκε στην πλατεία, έδειρε τους δασκάλους, δυάλησε τον καταυλισμό και τον ραδιοσταθμό. Ο δον Φερνάντο ένιωσε οργή, λύπη για τους συναδέλφους, και μίσος για τους μπάτσους. Το επόμενο πρωί έπρεπε να κατέβει στην πόλη. Όλα αυτά δεν έπρεπε να μείνουν αναπάντητα.
Ήταν εννιά η ώρα όταν ξεκίνησε από το σπίτι, με τις κιμωλίες στην τσέπη και το μαντήλι στο χέρι, για να πάει στην πλατεία. Στον δρόμο κανείς. Και όμως, κάπου άκουσε σαματά. Και ξαφνικά τους είδε. Ένα τσούρμο που κατέβαινε με δρασκελιές τον δρόμο. Ήταν δεν ήταν πενήντα άτομα, φοιτητές, μαθητές συνταξιούχοι, εργάτες, αγρότες οπλισμένοι με κατσαρόλες, κοντάρια και μαντίλια. Μια μικρή αλλά μαχητική διαδήλωση, που ξεκίναγε από τη γειτονιά του. Δεν έχασε χρόνο και μπήκε μπροστά. Το μπλοκ τον υποδέχτηκε με επευφημίες. “Το λέει ακόμα η καρδούλα σου γερο-δάσκαλε, του φώναξε ένας γείτονας, ένας τριαντάρης εργάτης γης.” “ Ναι, όταν πρέπει να παλέψω για κάτι που έχει σημασία, το λέει”!
Όσο προχωρούσαν η διαδήλωση γινόταν όλο και πιο μεγάλη. Κόσμος μαζευόταν από τα γύρω στενά, τώρα ήταν φανερό ότι όλη η γειτονιά είχε κινητοποιηθεί για τη διαδήλωση. Παρακάτω όταν έμπαιναν στις μικροαστικές γειτονιές περίμεναν να έχουν προβλήματα. Όμως συνέβη το αντίθετο. Οι νεότεροι έμπαιναν στην πορεία, οι γηραιότεροι απλά χειροκροτούσαν, οι νοικοκυρές έλουζαν τον κόσμο με ένα ειδικό διάλειμα για τα δακρυγόνα που έφτιαχναν από νερό και λεμόνι, ή φάρμακα, γιατροί μοίραζαν χειρουργικές μάσκες και έμπαιναν στο μπλοκ για να δώσουν πρώτες βοήθειες σε περίπτωση σύγκρουσης. Όταν έφτασαν στον κεντρικό δρόμο, έμαθαν τα νέα και από τα γύρω χωριά. Οι Ινδιάνοι είχαν ξεσηκωθεί και αυτοί, είχαν καταλάβει τα τοπικά αστυνομικά τμήματα των περιοχών τους και κατέβαιναν στην πόλη. Οι λαοί της Οαχάκα είχαν ξεσηκωθεί. Τέτοιο ξεσηκωμό είχε να δει ο δον Φερνάντο από το ’68. Και ήταν πάλι στο κέντρο του αγώνα, μάχημος αγωνιστής.
Πια το πλήθος στο δρόμο ήταν τόσο μεγάλο που έμοιαζε σαν ένα ορμητικό ποτάμι που πέρναγε από τους δρόμους της πόλης. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει κοντά στην πλατεία. Το πρώτο που αντίκρυσαν ήταν οι απεργοί που έτρεχαν να σωθούν από την αστυνομία. Μόλις όμως έβλεπαν πόσοι κατεβαιναν για να τους υποστηρίξουν, έκαναν μετάβολή, έμπαιναν στον κυρίως όγκο της πορείας και γύρναγαν για να ξανακαταλάβουν την πλατεία. Σε λίγο εμφανίστηκαν οι πρώτες σιδηρόφρακτες διμοιρίες, και πήραν θέση μάχης. Οι διαδηλωτές τρόμαξαν προς στιγμήν, αλλά αποφάσισαν να μην υποχωρίσουν. Απο δω και πέρα δεν υπήρχε γυρισμός. Μαζεύτηκαν μπροστά από τους αστυνομικούς.
“Γιατί μας χτυπάτε, είμαστε φτωχοί και άνθρωποι του λαού σαν και σας, δεν ντρέπεστε;” φώναζε μια γριά Μιξτέκα προς τους αστυνομικούς
“Ελάτε μαζί μας ή σηκωθείτε φύγετε, και για των δικών σας παιδιών τα δικαιώματα παλεύουμε” τους φώναζε ο Φερνάντο.
Συνθήματα δονούν την ατμόσφαιρα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το τρομερό ¨ZAPATA VIVE¨. Ο Ζαπάτα ζει! Η αστυνομία ξεκίνησε την επίθεση με γκλομπ και δακρυγόνα. Όμ,ως όλοι έμειναν στη θέση τους. Ξαφνικά τα χτυπήματα από τα γκλομπ δεν σήμαιναν τίποτα, ούτε να δακρυγόνα από τις αύρες και οι πλαστικές σφαίρες από τα ελικόπτερα. Κάπιοι έβγαλαν πυροτεχνήματα και άρχισαν να τα ρίχνουν στα ελικόπτερα και τους αστυνομικούς, άλλοι απαντούσαν με καδρόνια και πέτρες, άλλοι απλά φώναζαν. Στο τέλος η αστυνομία υποχώρησε, τι υποχώρησε δηλαδή, τρέχοντας έφυγαν και εγκατέλειψαν την πλατεία. Οι διαδηλωτές είχαν κερδίσει την πρώτη νίκη. Μπήκαν μέσα και έστησαν οδοφράγματα, φτιάξανε τέντες για τους τραυματίες και επιδιόρθωσαν ότι μπόρεσαν από τον καταυλισμό. Ο Φερνάντο ήταν εκεί, έδινε πρώτες βοήθειες, βοήθαγε στο στήσιμο οδοφραγμάτων, φορτώθηκε πυροτεχνήματα και τα μοίρασε στα οδοφράγματα. Μόλις που πρόλαβε, γιατί το μεσημέρι η αστυνομία επανήλθε διρμύτερη. Οχι ότι αυτό σήμαινε τίποτα βέβαια, ο κόσμος, που στο μεταξύ είχε πολλαπλασιαστεί, την έστειλε στα τσακίδια. Το βράδυ ξεκίνησαν να καταλάβουν και τις γειτονιές. Ο Φερνάντο και το γκρουπ του δεν βρήκαν μπάσκινα ούτε για δείγμα. Έστησαν ένα οδόφραγμα με ένα παλιό φορτηγό που βρήκαν και κάτι κορμούς, έβγαλαν βάρδιες για το οδόφραμα και αποφάσισαν να κάνουν μια μικρή γιορτή για τη νίκη τους. Η γιορτή είχε επίκεντρο το φτωχικό του δον Φερνάντο, ο οποίος άνοιξε δυο βαρέλια κρασί που είχε φυλαγμένο για ειδικές περιστάσεις, ενώ οι άλλοι γείτονες έφερναν φαγητό και τεκίλα. Ήταν ένα γεγονός που άξιζε ένα τρικούβερτο γλέντι. Επιτέλους οι λαοί μίλησαν ενάντια στην καταπίεση, και τώρα η γλυκειά μέθη της ελευθερίας και της εξέγερσης είχε καταλάβει όλη τη γειτονιά. Οι προπώσεις έδιναν και έπερναν, ενώ όλοι ήθελαν να μιλήσουν με τον μαχητικό γερο-δάσκαλο, να ακούσουν τη γνώμη του και να τον ρωτήσουν πως έβλεπε την κατάσταση. Κάποια στιγμή, χωρίσ να το καταλάβει, κάποιος του έδωσε ένα ποτήρι, η μουσική σταμάτησε και επικράτησε υσηχία. Ο δον Φερνάντο, απροετίμαστος,έπρεπε να βγάλει ένα μικρό λόγο. Ο οποίος ήταν ο εξής.
“Amigos, vecinos, me preguntais por el futuro. El futuro de este lucha,y el futuro de los pueblos de este ciudad. Vos digo que no se quando vamos a vencir o no, quando vamos a gañar nuestros derechos de pan, trabajo,educación,salud, libertad, una vida segura y feliz sin hambre y poverdad. Somos los mas pequeños del mundo, la gente de los povres, pero ahora somos tambien la gente de la lucha. Cuando nos organizamos, y guando explicamos el razon de nuestra lucha a todo el pueblo de Mexico y a los pueblos del mundo, y ellos se mezclan en esa lucha, estoy seguro que vamos a gañar. Pero ahora no esta el tiempo para pensar, lo vamos a hacer en la mañana. Mañana hacemos el plan de la continuación de nuestra lucha. Por ahora no se que esta nuestro futuro. Pero lo que hay visto hoy me gusta mucho.Es la revolucion mas bonita. La revolucion del pueblo. ¡Bivan los compañeros! ¡Vivan los compañeros!”
“Φίλοι, γείτονες, με ρωτάτε για το μέλλον. Το μέλλον αυτού του αγώνα, το μέλλον των λαών αυτής της πόλης. Σας λέω ότι δεν ξέρω εάν θα νικήσουμε ή όχι, εάν θα κερδίσομε το δικάιωμα μας για ψωμί,παιδεία δουλειά, υγεία ελευθερία, μια ζωή χαρούμενη χωρίς πείνα και κακουχίες. Είμαστε οι πιο μικροί, ο κόσμος των φτωχών, αλλά τώρα είμαστε και ο κόσμος του αγώνα. Εάν οργανωθούμε, και εξηγήσουμε στους λαούς του Μεξικού και του κόσμου τον λόγο του αγώνα μας, και αυτοί συμμετέχουν σε αυτόν τον αγώνα, είμαι σίγουρος πως θα νικήσουμε. Αλλά τώρα δεν είναι ώρα για περισσυλογή. Αυτό το κάνουμε αύριο. Αύριο το πρωί θα σχεδιάσουμε τη συνέχεια του αγώνα μας. Για την ώρα δεν ξέρω τίποτα για το μέλλον. Αυτό όμως που είδα σήμερα μου άρεσε πολύ. Και αυτό είναι η επανάσταση του λαού.Να πιουν οι σύντροφοι! Να ζήσουν οι σύντροφοι!”
Tuesday, June 30, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment