Friday, April 20, 2012

Κάποτε στην έρημο

Οι διαγραμμίσεις εξαφανίζονταν από την όψη μου. Χάνονταν στον ορίζοντα που έδειχνε ο καθρεύτης μου. Το ίδιο και ότι αμάξι βρισκόταν στο διάβα μου. Πήγαινα ολοταχώς προς το Σικάγο. Το Λος Άντζελες με είχε πεθάνει. Η σκηνή στην πόλη ήταν σκέτη νέκρα και ξαφνικά είχα μείνει χωρίς μπάντα και δουλειά. Έπρεπε να πάω στο Σικάγο να τσεκάρω τα μπλουζ εκεί. Αν δεν κόλαγε η φάση θα πήγαινα να ‘δω τι έτρεχε στην Νέα Ορλεάνη, ή στο Μέμφις,ή θα γύρναγα προς Σαν Φρανσίσκο, ξέρω ‘γω ντάξει. Ανέβαινα τα απομεινάρια του ’66, του δρόμου που ανεβοκατέβαιναν οι μπήτνικ, και τον οποίο τραγούδαγε εκείνος ο μεγάλος jazzman το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι.
Είχα λοιπόν περάσει το Μπέρμπανκ, είχα γεμίσει σε ένα βενζινάδικο εκεί κοντά. Τα βλαχάκια του μαγαζιού από με κοίταζαν περιέργα. Από την μία έβλεπαν την Λουσίλ, αραγμένη στο πίσω κάθισμα μέσα στην θήκη της, και από την άλλη περιεργάζονταν την κάντιλακ μου. Κοίταζαν λέγοντας ότι δεν θα μπορέσω να περάσω την Μοχάβε με αυτό το σαράβαλο. Τι νόμιζαν οι χάνοι; Ότι ήμουν μια ακόμη έκδοση του Τομ Τζόουτ; Δεν είμαι ούτε κάν από την Οκλαχόμα, γένημα θρέμα από το Τζέρζυ είμαι. Και η Ελ Ντοράντο του 55, το αμάξια που οδηγούσε ο Βασιλιάς (Ο Έλβις ντε, δεν είμαι και κάνας βασιλόφρων, σοσιαλιστής άνθρωπος), το ύμνησαν οι Clash και ο Eddie Cochran; Άσε που του έχω κάνει συντήρηση γερή, κούκλα το έχω κάνει το αμάξι.
Τέλος πάντων, που ήμασταν, ά, ναι. Η ζέστη που λες, η ζέστη της Μοχάβε και της Κοιλάδας του Θανάτου, βάραγε κόκκινο. Εγώ είχα πατήσει τα εκατό και ανέβαινα τον εξηνταέξι, ή τέλος πάντων ότι είχε μείνει από αυτόν, σε γενικές γραμμές. Είχα και τα παράθυρα τέντα, και το παγωμένο νερό έκανε δουλειά. Ο ήλιος δεν είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο του αλλά έβαινε προς τα εκεί και αυτός με μια μεγάλη ταχύτητα.
Καταπίναμε λοιπόν τα χιλιόμετρα με βορβορώδη ταχύτητα. Καθώς λοιπόν είχα καλύψει μια γερή απόσταση και ο καυτός ήλιος της Νεβάδα δε συγχωρεί, είπα να αράξω κάπου. Βρήκα ένα μικρό μπαρ, ένα truck-stop για να παρκάρω και να βγάλω το μεσημέρι. Μέσα είχε ένα τζουκ μπόξ με μουσικές. Johny Cash, Blind Lemon Jefferson, Buddy Guy, Wipers, Seeds, ? And the Mysterians, Howlin’ Wolf, Muddy Waters, Stooges, Stevie Ray Vaughan, Springsteen…. Ξέρεις παλιά καλή αμερικάνικη μπίχλα. Έβαλα και ‘γω ένα εικοσπενταράκι, έβαλα τον Lee Hazelwood και την Nancy Sinatra να ασελγήσουν ο ένας πάνω στον άλλο, πήρα μια μπύρα και άναψα στριφτό τσιγαράκι σέρτικο.
Κάπου εκεί, και ενώ βρισκόμουν ανάμεσα στο Reno και την Έρημο της Ντάγκλα Μακάν γωνία, την είδα να κουνιέται. Είχε μπει με έναν ψώφιο που περνιόταν για μηχανόβιος, αλλά φαίνεται ότι το κομμάτι της άρεσε περισσότερο από τον μάγκα. Κάθησα και χάζευα τον άγριο και λάγνο χωρό της. Με το που την είδα να χορεύει ήθελα αυτομάτως να την πηδήξω.
Όταν όμως έβαλε εκείνο το λάγνο μπλουζ με τον Tom Waits, και γύρισε κοιτάζοντας με υπαινικτικά, κατάλαβα ότι ήθελα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί της. Περίεργο ζώο ο έρωτας, πολλές φορές βαράει στο γάμο του καραγκιόζη, αλλά δεν βαριέσαι όταν θέλει να πετύχει, σε βαρά στο δόξα πατρύ.
Ο τύπος λες και σκιάχτηκε. Την τράβηξε κοντά του. Ένιωσε να απειλείται ο αντρισμός του. Αυτή τον κοίταξε με το γνωστό βλέμμα, το «ότι γουστάρω κάνω». Εγώ απλά παρακολουθούσα την φάση. Ντάξει είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα αλλά δεν είχα ιδέα αν θα την ξαναέβλεπα. Βγήκαν φωνάζωντας ο ένας στον άλλο. Εγώ απλά επέλεξα το επόμενο κομμάτι και έμεινα να την σκέφτομαι.
Ξαναέβαλα μπρος λίγο πριν αρχίσει το σούρουπο. Ξεκίνησα να οδηγώ τα χιλιόμετρα που μου έμεναν μέχρι το Φλάγκσταφφ, την πρώτη πόλη μετά την έρημο. Η ζέστη είχε αρχίσει να πέφτει τώρα. Το ακραίο κλίμα της ερήμου έκανε τη δουλειά του. Είχε πιάσει δροσιά και σε λίγο θα πιάναμε πολικές θερμοκρασίες. Έπρεπε να βρω κατάλλυμα να την πέσω για να ξαναφύγω το χάραμα. Κάπου λοιπόν στην μέση του πουθενά βρήκα ένα μικρό συγκρότημα από κτίρια. Μοτέλ με μπαρ μέσα. Βρήκα την ρεσεψιονίστ, μια τύπισσα που ήταν λες και είχε βγει από ταινία του Ταραντίνο. Με έβαλε σε ένα μικρό δώμα, και κατέβηκα για φαϊ στο μπαρ.
Το T-Bone ήταν λάστιχο, οι πατάτες κρύες. Ε ότι πληρώνεις πέρνεις. Πήγα στη μπάρα και πήρα ένα μπέρμπον. Ξεκίνησα να το σιγοπίνω όταν μια γνώριμη φιγούρα κάθισε δίπλα μου. Κόλησε λίγο το μυαλό μου. Κάτι μου έλεγε εκείνο το τζάκετ που μύριζε κάτουρο και μηχανέλαιο, αλλά δεν βαριέσαι, όλα τα μηχανοβιακά τζάκετ το ίδιο μυρίζουν. Τέτοια λετσαρία..... Είδα λίγο το σχέδιο και κατάλαβα.
«Σε είδα σε ένα μπαρ, λίγα χιλιόμετρα από ‘δω , ήσουν με τη γκόμενα που χόρευε εκείνον τον Waits».
«Ποια την ξανθιά με την οποία μπήκα σε εκείνο το αχούρι έξω από το Reno; Άστην αυτή είναι παλιά ιστορία. Την άφησα πριν λίγα χιλιόμετρα. Δεν με πήγαινε η καριόλα και την παράτησα. Τώρα ξες, αν δεν βρει ρόδα να φύγει, θα είναι ή η έρημος ή τα τσακάλια που θα την φάνε. Και τώρα έχει αρχίσει και το γερό κρύο οπότε. Ξες όποια δεν αρπάξει έναν γερό κρύο απο τον Τζο, μένει να ξεπαγιάσει»
«Ναι ναι» σκεφτόμεουν εγώ, « Αλλά αν ήμουν γκόμενα θα προτιμούσα να ξεπαγιάζω στα χιόνια της Αλάσκας παρά να πηδηχτώ με έναν αρχιμαλάκα σαν του λόγου σου, Κύριος».
Με έπιασαν λοιπόν οι σκέψεις. Άναψα λοιπόν τη μηχανή της Caddy μου και είδα το καντράν. Η βενζίνη έφτανε για να κάνω μια παράκαμψη 100-200 χιλιομέτρων και να ψάξω την τύπισσα πριν ξεπαγιάσει για τα καλά. Μπήκα λοιπόν και ξεκίνησα να πέρνω τον δρόμο για το Reno. Είχα ανάψει και τους προβολείς. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τη βρω. Δεν έπαιζε . Υπολόγιζα ότι θα είχαν κάνει κάπου είκοσι μίλια από το μαγαζί όταν την παράτησε, δεν παίζει να της έκανε τέτοια κίνηση μέσα στον κόσμο, δεν ήταν ο τύπος. Και το μαγαζί ήταν περίπου δέκα μίλια από το Reno, οπότε κάπου εκεί ήταν η ακτίνα που έπρεπε να ψάξω. Και έλεγα απο μέσα μου «Ρε έχει γούστο.....»
Και από την άλλη είχα και το σωστό soundtrack. Με πέταγε ο dj από τον Frankie Valli που παρακάλαγε, μέχρι τον DJ Shadow που έχει προσπαθήσει, και από τους Golden Earing και το Radar Love, στις α-λα Zeppelin μελωδίες των Soundgarden, με ολίγη βέβαια από Mark Lanegan εδώ και ‘κει, και βέβαια κορωνήδα τους Who, να παραδέχονται ότι ρώτησαν μέχρι και τον Timothy Leary αλλά αυτό που έψαχναν ακόμα δεν το έχουν βρει.
Και ‘κει πάνω που ο Dylan είχε ξεκίνήσει να λέει το Lay Lady Lay, την είδα να στέκεται από την άλλη πλευρά του δρόμου. Σημαδιακό ε; Λες και ο Coelho συνωμοτούσε για να ξαναβρεθούμε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Τράβηξα χειρόφρενο, έκανα αναστροφή και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και σταμάτησα ακρυβώς δίπλα της.
«Που πας;» ρώτησα
«Πουθενά συγκεκριμένα»
«Στο δρόμο μου είσαι, μπέκα μέσα»
Μπήκε και είπε ότι έχει να με ρωτήσει κάποια πράγματα.
«Που πας πραγματικά;»
«Σικάγο, να βρω μπάντα και δουλειά. Άμα θες έρχεσαι όλο τον δρόμο. Δεν νομίζω να έχεις και ‘συ κάτι να χάσεις»
«Πως με βρήκες;»
«Μεγάλη ιστορία, άμα θες όμως θα στην ‘πω στο δωμάτιο. Μην σε νοιάζει το νοίκι, έχω κανονίσει. Θα κοιμηθώ στο πάτωμα, εσύ στο κρεβάτι.»
«Όκει τα υπόλοιπα θα τα πούμε στο δωμάτιο»
Φτάσαμε, άραξε στο κρεβάτι, άκουσε πως είχα βρει κατά τύχη τον μαλάκα και μου τα είχε ξεφουρνήσει.
«Και γιατί ήρθες όλο τον δρόμο; Αξίζω τέτοια ταλαιπορία;»
«Κοίτα, το ένα πράγμα είναι ότι ο άλλος σου φέρθηκε σκάρτα και ότι το να ξεπαγιάζεις επειδή δεν του έκατσες δεν το χωνεύω. Το άλλο είναι ότι εμένα δεν με ενδιαφέρει αν θα μου κάτσεις, θα κάνουμε σχέση, θα γίνουμε φίλοι και μόνο, ή θα τραβήξουμε ο καθένας τον δρόμο μας. Απλά δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι μια τόσο γοητευτική γυναίκα θα έπρεπε να μένει μόνη νύχτα στην έρημο, στο έλεος του οποιουδήποτε. Και επιπλέον, επειδή μου άρεσες, είπα να γνωριστούμε κομματάκι καλύτερα, οπότε....»
Δεν έγινε τίποτα εκείνο το βράδυ, μόνο το περάσαμε σιγοκουβεντιάζοντας. Το επόμενο πρωί μου μόστραρε το σαξόφωνο που είχε στο σάκο της, και μου είπε ότι και αυτή έψαχνε για μπάντα. Τα βρήκαμε στις μουσικές, και συνεχίσαμε τον δρόμο για το Σικάγο. Μέχρι να φτάσουμε στο Σικάγο τα ‘χαμε φτιάξει και είχαμε συμφωνήσει το ταξίδι να γίνει κοινό. Και μέχρι τώρα κανείς από μας δεν έχει αθετήσει αυτή την υπόσχεση, και ακόμα τριγυρνάμε από ‘δω και από ‘κει. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο μεγάλος τροβαδούρος «this land was made for you and me»

Thursday, April 05, 2012

Drive

Δεν ήθελε πολλή προσπάθεια. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο Ζωρζ όταν έφτανε στην Αθήνα. Έλα όμως που η οικογενειακή επιχείρηση, είναι ένα πράγμα επικίνδυνο, και κουραστικό. Πόσο μάλλον το να την διευθύνεις ενώ παράλληλα σπουδάζεις. Έστω και κατά το ύμησυ.
Δέκα διαφορετικά καταστήματα είχαν υπό την διεύθυνση τους τα αδέρφια. Οχτώ στην Αθήνα, ένα στη Βοιωτία και ένα στη Χαλκίδα. Το κέντρο της επιχείρησης ήταν η Θεσσαλονίκη και αυτό το ήλεγχε ο πατέρας. Αλλά την Αθήνα την είχαν τα αδέρφια. Οπότε έπρεπε εναλλάξ, να κάνουν βάρδιες στα νέα μαγαζιά ή νυχτερινά δρομολόγια. Δύο βράδυα δρομολόγια και τρία βράδυα βάρδιες, και τα άλλα δύο stand-by μήν γίνει καμία στραβή. Όπου στραβή σήμαινε συνήθως ένα από τα εξής πράγματα: έφοδος της αστυνομίας στο μαγαζί, ληστεία, ντου από μαφία ή αντίπαλους, ατύχημα στο μαγαζί.
Δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά τα φρουτάκια. Και δουλειά της νύχτας. Συνήθως η βάρδυα του οδηγού είχε τα εξής. Διακόσια τόσα χιλιόμετρα, minimum, πίσω από το τιμόνι, νύχτα, δουλειές και, τώρα τελευταία, το μυαλό στον μικρό που δούλευε στο μαγαζί στην Σοφοκλέους, γιατί όλο και κάτι μπορεί να πάθαινε. Και μερκές φορές όλα να γίνουν πριν να πάει η ώρα έξι, για να προλάβει να φορτώσει κάνα χαλασμένο μηχάνημα στο πρώτο ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη.
Τα τηλέφωνα άρχισαν κατά τις εννιά, πιο νωρίς από ότι συνήθως. Επείγουσες καταστάσεις. Τα Άσπρα Σπίτια ήθελαν ρευστό, και να φορτώσει ένα χαλασμένο μηχάνημα, η Χαλκίδα ήθελε αντικατάσταση σε ένα καλώδιο για ένα μηχάνημα, και οι υπόλοιποι θα έπερναν τηλέφωνα αναλόγως. Η Χαλκίδα δεν είχε πρόβλημα ρευστού ακόμη, ούτε και ανάληψη όμως. Οπότε πρώτος σταθμός τα Άσπρα Σπίτια και μετά Χαλκίδα.
179 χιλιόμετρα χώριζαν τα Άσπρα Σπίτια από το σπίτι. Πήγε στη γυναίκα του και της είπε πως έχει η κατάσταση. Έπρεπε να φύγει αμέσως για να προλάβουν να κάνουν δουλειά τα μαγαζιά της επαρχίας.
«Πόσα θέλουν τα μαγαζιά;» τον ρώτησε
« Ενάμησι για την ώρα.»
«Καλά σου δίνω τρία για όλα τα έξοδα»
Πήγε στην πλαστική θήκη και με προσωχή του έδωσε δύο πεντακοσάευρα, πέντε διακοσάευρα, πέντε εκατοντάευρα, και δέκα πενηντάευρα. Πήρε και ένα τροφοδοτικό και πήγε για την πόρτα.
«Να φανταστώ ότι θα κάνω εγώ το τηλεφωνικό κέντρο για τα μαγαζιά, έτσι;»
«Ναι»
«Να πέρνω και τον Γιαννάκη, να βλέπω αν είναι καλά;»
«Αν θες, έχε και ‘συ το νου σου, αλλά ότι και να γίνει μην πας κατά ‘κει» της είπε «θα του τηλεφωνώ και εγώ, και ότι γίνει θα πάω εγώ εκεί...είναι περίεργη η περιοχή, ξέρεις»
Βγήκε και μπήκε στην Μερσεντές, για να κινήσει για Βοιωτία.
Η Αττική οδός είχε λίγη κίνηση αλλά η Εθνική ήταν σχεδόν άδεια. Έκανε αριστερά στο Κάστρο, πέρασε τον Ορχομενό, πέρασε την Λιβαδειά και κίνησε για την παλιά τουριστική κωμόπολη. Πέρασε τα πρώτα σπίτια, μπήκε στο κλίμα της παρακμής της μικρής πόλης. Κάποτε εδώ μαζεύονταν παραθεριστές και μηχανικοί για τις φάμπρικες της περιοχής, τώρα συνταξιούχοι, κάνας εργάτης για ότι έμεινε από τη βιομηχανία, κάνας καμένος τουρίστας που τον ξέβρασε το κύμα. Αλλά τουλάχιστον εκεί τα είχαν καλά με τους μπάτσους και μπορούσε να γίνει δουλειά. Έδωσε τα λεφτά, πήρε τον υπολογιστή, έφτιαξε πρόχειρα ένα φραπέ για το δρόμο και κίνησε για Χαλκίδα. Έφτασε στην πόλη κατά τις έντεκα, και είδε το μαγαζί γεμάτο. ΄Αλλαξε γρήγορα το τροφοδοτικό, πάτησε εκκίνηση στο μηχάνημα και ήταν έτοιμος για αναχώρηση. Πήρε τηλέφωνο τον μικρό. Όλα καλά για την ώρα. Του είπε ο μικρός να έρθει το αργότερα για να εισπράξει. Φαινόταν ότι η μέρα θα πήγαινε εξαιρετικά. Πριν φύγει ένιωσε ένα χέρι να τον αγγίζει στο όμο. Ήταν ο υπάλληλος. «Εισπράξεις», του είπε «πριν από λίγο πέρασε ένα κορόιδο και έπαιξε τα κέρατα του. Βγάλαμε ενάμησι σε μία ώρα!» έλεγε ενώ χίλια πεντακόσια ευρώ εμφανίζονταν στο χέρι του.
Την στιγμή ακριβώς που πήγαινε να ανοίξει την πόρτα και να βγει ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
«Σου δίνω αναφορά, είπε η σύζηγος. Πήγαινε να πάρεις ρευστό από Σοφοκλέους, Φιλαδέλφεια, Ραφήνα, Καισαριανή, Χαλάνδρι και να δώσεις από ένα από Αγία Παρασκευή, Ψυχικό και Κηφισιά.» είπε η γυναίκα.
«Καλά πάω να παραλάβω»
Πήρε τον Γιαννάκη και είδε ότι είναι καλά. Έφυγε για Κηφισιά. Πάρκαρε την μαύρη Μερσεντές απ’ έξω, μπήκε, έδωσε τα λεφτά και έφυγε για Ψυχικό. Στο Ψυχικό παίχτηκε πάλι το ίδιο σενάριο και αναχώρησε για Φιλαδέλφεια. Πήρε χίλια και έφυγε, για Σοφοκλέους.
Στη Σοφοκλέους όλα φαίνονταν ύσηχα. Μόνο ένα Skoda Octavia RS τελευταίας γενιάς, μαύρο με φημέ τζάμια, έμοιαζε παράταιρο. Του κίνησε υποψίες. Κοντοστάθηκε στην είσοδο, γύρισε και είδε μία φιγούρα απ’ αυτές που βλέπεις στα πέριξ της Ομόνοιας, να ζηγώνει στο παράθυρο του οδηγού. Η φιγούρα έσκυψε, κάτι είπε και μετά έφυγε.
«Λες να είναι μπάτσοι;» σκέφτηκε
Μπήκε μέσα, πήρε δύο πεντακοσάευρακαι ρώτησε τον μικρό.
«Ρε Γιάννη, δε μου λές, έχεις δει αυτό το Skoda;»
«Ποιό;»
«Το μαύρο που είναι παρκαρισμένο απ’έξω, με τα φημέ τζάμια» είπε ανοίγωντας ελαφρά την πόρτα για να δει ο μικρός.
«Πρώτη φορά το βλέπω»
«Καλά πρόσεχε γιατί μπορεί να είναι και τίποτα τσαίοι»
Έφυγε για Καισαριανή. Τα πράγματα εκεί ήταν ύσηχα. Οι υπήρχε πελατεία και έφυγε με δύο χιλιάρικα. Σειρά είχε η Αγία Παρασκευή. Πήγε τρέχωντας, έδωσε χίλια. Στο δρόμο σκεφτόταν. Αν γίνει καμία μαλακία στη Σοφοκλέους και ΄φανε τον μικρό. Μήπως θα έπρεπε, έστω και οι δυό τους, μόλις πάρουν το πτυχίο να τα βροντήξουν από την επιχείρηση, και να ανοίξουν κάτι άλλο; Μήπως τα πολλά και γρήγορα λεφτά του τζόγου έπρεπε να μετατραπούν στα πιο λίγα και πιο «σίγουρα» λεφτά μιας νόμιμης επιχείρησης; Εντάξει εκεί θα στερηθούμε τη γκλαμουριά, αλλά δεν θα ζούμε οικογενειακός με τον φόβο της βόμβας, του πιστολέρο......
Το μαγαζί του Χαλανδρίου που ήταν το επόμενο βόλευε πολύ άνετα. Ήταν μόλις ένα στενό πάνω από την Δουκίσης Πλακεντίας, πράγμα που σήμαινε ότι, ουσιαστικά θα έβγαινε και θα ξανάμπαινε στην Αττική Οδό σε χρόνο dt. Βγήκε στην Δουκίσσης και πάρκαρε έξω από το μαγαζί. Πήρε κάπου εφτά κατοστάρικα και ετοιμάστηκε να φύγει για Ραφήνα. Ήταν δύο η ώρα και υπολόγιζε να είναι σπίτι στις τέσσερις για να προλάβει ένα διωράκι στην αγκαλιά της γυναίκας πριν φύγει αυτός για τα ΚΤΕΛ, και αυτή για τη δουλειά.
Νέο τηλέφωνο αυτή την φορά.
«Που πηγαίνεις;»
« Πάω Ραφήνα πατέρα»
«Αλλαγή σχεδίων. Πρώτα θα πας να βρεις εκείνο τον Σαλαγιάννη στο γνωστό σημείο. Θέλει αύξηση. Κοφ’τον στα δυόμησι, δεν θέλω να γίνει απαιτητικό το σκουλίκι.»
«Τι ώρα να’μαι εκεί;»

«Δυόμησι. Θα είναι μόνος. Θα είναι και ο Σταμάτης στα πενήντα μέτρα και θα κοιτάει, μην γίνει καμιά στραβή στο ντηλ. Θυμίσου, δεν βγαίνεις από τ’αμάξι ότι και να γίνει. Άμα πάρεις γραμμή φωτογράφο ή όπλο πάτα γκάζι και φύγε..»
«Ναι ναι τα ξέρω.»
Έκλεισε το τηλέφωνο και θυμήθηκε εκείνο το γνωμικό, το «Δουλειά δεν είχε ο διάολος». Αυτό του έλειπε. Να κάνει διαπραγματεύσεις με έναν πουλημένο μπάτσο, μέσα στη νύχτα, σε μια στάση λεωφορείου κάπου στη Νέα Μάκρη. Και αυτό μαζί με την έγνοια για τον μικρό και όλα τα άλλα στραβά της δουλειάς. Τουλάχιστον θα πήγαινε από την Πεντέλη και θα προλάβαινε να πατήσει μια γκαζιά και κάνα πατηλίκι να ηρεμήσει. Ντάξει δεν ήταν η αγκαλιά της γυναίκας, αλλά ήταν και αυτό κάτι.
Ξεκίνησε να ανηφορίζει με φόρα τον δρόμο της Πεντέλης, πέρασε το χωριό, και κάπου εκεί, στα περνώντας τα πλατώματα, θυμήθηκε τα ύσηχα βράδυα, που μέτραγε τα άστρα αγκαλια με αυτήν και σχεδίαζαν το μέλλον. Αυτή η γυναίκα είχε ένα και μοναδικό χάρισμα. Μέσα σε όλο το χάος της δουλειάς, κάνωντας του την τηλεφωνήτρια ακόμα και στις ώρες του πανικού, τον κράταγες προσγειωμένο και ψύχραιμο. Τον ηρεμούσε όταν έπρεπε, και τον τσίταρε όταν έπρεπε. Και αυτό παραήταν μεγάλο χάριασμα για να το παραβλέψει. Και δεν ήθελε να την χάσει για χάρη κανενός βρώμικου μπάτσου, αντιπάλου ή μαφιόζου γονιού.
Κάπως έτσι πέρναγαν οι στροφές, κάπως έτσι χάνονταν οι διαγραμίσεις και τα φώτα των λιγων αυτοκινήτων που υπήρχαν στον φιδωτό δρόμο από τον καθρέφτη του. Έφτασε δεκαπέντε λεπτά πιο νωρίς από την ώρα του ραντεβού και τηλεφώνησε στην γυναίκα για να της πει τα καθέκαστα. Αυτή του είπε να μην ανυσηχεί, και ότι θα προσέχει και αυτή για τον Γιαννάκη.
Πέρασε το τέταρτο, πέρασαν και άλλα πέντε λεπτά και εμφανίστηκε μια κόκκινη Giulietta. Άναβόσβησε δυο φορές τους προβολείς, τον πέρασε και πάρκαρε μπροστά του. Με το που έγινε αυτό, αναβόσβησε και αυτός δύο φορές τους προβολείς. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας πενηντάρης. Πλησίασε το παράθυρο, και έκανε διακριτό το κοντοκουρεμένο κεφάλι του. Τα μαλλιά του είχαν φορτωθεί μια ποσότητα μπριγιαντίνης που θα αν πλησίαζε σπίρτο η έκρηξη θα κατέστρεφε οικοδομικό τετράγωνο. Ή έτσι σκεφτόταν ο Ζωρζ. Άνοιξε το παράθυρο και ο μπάτσος πλησίασε το κεφάλι του
«Τέσσερα» του είπε
«Ξέρεις ότι και να τα είχα δε θα σ’τα ‘δινα ενάμησι»
«Τριάμησι, έχω γυναίκα και παιδί»
«Δύο, έχω γυναίκα, τρία αδέρφια και δεν ξέρω πόσους άλλους που ταϊζω εδώ»
«Τρία και τέλος»
«Έλα τώρα με σφάζεις και το ξέρεις.Κάνε ένα σκόντο δικέ μου. Δύο διακόσια»
«Δύο εφτακόσια πενήντα»
«Δυόμησι χήνες και τέρμα. Τόσα έχω τόσα δίνω. Γκέγκε; Αν θες έξτρα παραδάκι υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές για πάρτη μου. Ουρά μου κάνουν πουλημένοι μπάσκινες για λιγότερα από σένα.»
«Ε ντάξει δεν χρειαζόταν και το κύρηγμα, δυόμησι.Ντηλ. Να ξέρεις όμως. Είστε σκληρά καρύδια και κάποιος θα σας σπάσει μια μέρα. Τώρα πέσε το παραδάκι»
Έδωσε τα δυόμησι και έφυγε για Ραφήνα. Πήρε εκεί ενάμησι, και έκανε ξανά τηλέφωνο στον μικρό. Δεν απάνταγε.
«Γαμώτο, κάτι θα έγινε. Ο μπάσκινας με προειδοποιούσε.» σκέφτηκε και ξεκίνησε για Σοφοκλέους..
Στα φανάρια του περιφερειακού, τον πήρε ο μικρός.
«Πού ήσουν. Με κοψοχώλιασες»
«Βγήκα να παραλάβω τα αναψυκτικά. Να σου πω κάτι γίνεται εκεί. Γυρνώντας είδα ότι ο μάγκας στο Octavia είχε ανοίξει το πορτ μπαγκάζ και είχε μέσα ένα πιστόλι και ένα καλάσνικοφ. Τι κάνω»
«Μπες στο μαγαζί και κρύψου»
Πήρε τον πατέρα και του είπε ότι φαίνεται να ετοιμάζεται πέσιμο και να βάλει λυτούς και δεμένους να βρουν τι γίνεται. Με το που βγήκε στα διώδια πάτησε γκάζι, και δεν το άφησε πριν φτάσει στην Πανεπιστημίου. Σταμάτησε όπως όπως δίπλα στο Octavia είδε το πορτ παγκάζ ανοιχτό, και είδε ένα Καλάσνικοφ να αλλάζει χέρια. Ο τύπος που το πήρε μπήκε σε ένα άλλο αμάξι και έφυγε. Γιαννάκης και μαγαζί ήταν άθικτοι. Μάλλον ήταν λάθος συναγερμός, και τη γλίτωσαν υπερβολικά φτηνά. Πήρε και τον πατέρα του να βεβαιωθεί. Δεν έτρεχε τίποτα. Το είπε και στον πατέρα του και στον μικρό.
«Παίρνω πτυχείο, μαζεύω κεφάλαιο και κάνω δική μου δουλειά. Νόμιμη. Και πέρνω στην δουλειά και τον Γιαννάκη. Δεν αντέχω άλλο παρανομία. Θέλω ασφάλεια και οικογένεια. Μην πεις τίποτα, Το αποφάσισα, δεν μπορείς να με σταματήσεις ή να με μεταπείσεις. Σου στέλνω το μηχάνημα με το ΚΤΕΛ. Γεια»
Πήγε Κηφισσό, άφησε το μηχάνημα, και ξεκίνησε για το σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή του είχε κολήσει η γνωστή μπαλάντα από τη δεκαετία του ’80 και μουρμούριζε τους στίχους.
«Who’s going to drive you home tonight»