“ΜΑ το Θεό τόση άμμο δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου”.
Μια περαστική σκέψη που λέει πολλά! Τέξας, μέσα στην κάψα ενός Αυγουστιάτικου πρωινού. Το κογιότ μας έχει αφήσει στη μέση του πουθενά. Και περιμένουμε το σούρουπο μπας και κουνηθούμε λίγα χιλιόμετρα πιο κοντά στον πολιτισμό. Πρέπει κάποια στιγμή να πάρω το λεωφορείο για την Καλιφόρνια. Πάω στο ξαδερφάκι μου. Έχω γραμμένη και τη διέυθυνση του. Κάπου στο Σαν Μπερναντίνο. Εγκυημένη δουλειά. Εργάτης σε ψαράδικο, μια τετρακοσαρού δολάρια ακατέβατα. Και άμα βρω και καμία δεύτερη δουλειά έκανα την τύχη μου. “Πολλά λεφτά αδερφάκι μου, πολλά λεφτά.”
Αλλά τώρα έχω να κάνω με ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Εγώ και όλοι οι άλλοι δηλαδή. Την έρημο. Είναι ντάλα μεσημέρι και δεν υπάρχει σκιά πουθενά. Οι περισσότεροι την έχουν ακούσει από τον ήλιο και περπατάνε σαν υπνοτισμένα κοτόπουλα, άλλοι προσπαθούν εναγωνιώς να σωθούν από την ηλίαση φορώντας τα πλατύγυρα καπέλα τους. Μάταιος κόπος.
Κάποιος βρίσκει την κοίτη ενός ξεροπόταμου. Τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά τουλάχιστον όταν αρχίσει να πέφτει λίγο ο ήλιος θα έχουμε κάμποση σκιά. Και με το σούρουπο αρχίζουμε το περπάτημα μέχρι λίγο πριν την αυγή.
Είμαστε όλοι Μεξικάνοι, ψάχνουμε να βρούμε τρόπο να φτάσουμε στην γή της επαγγελίας. Αχ! Αμερική! Μακρυά από όλα τα βάσανα. Άνθρωποι από όλο το Μεξικό δυανύουν χιλιόμετρα, ακόμη και περπατώντας για να φτάσουν εδώ. Ανοίγουν τρύπες στα συρματοπλέγματα, σκάβουν τούνελ κάτω απ’ αυτά, αψηφούν σφαίρες και συνοριοφύλακες. Η δίνουν ότι έχουν και δεν έχουν σε ένα κογιότ, έναν δουλέμπορο για να τους μεταφέρει εδώ.
Εμένα είναι η πρώτη μου φορά εδώ. Κάπιοι άλλοι από το γκρουπ όμως έχουν ξανακάνει το δρομολόγιο. Είναι λιγότερο ψαρωμένοι από εμένα, και έχουν μια ιδέα τι και πως να κάνουν. Αυτούς ακολουθούμε σαν γκρουπ.
Τελικά το ξεροπόταμο κάνει δουλειά, δεν μπορώ να πω. Ο ήλιος πέφτει και η σκιά αρχίζει να εμφανίζεται, οπότε και την πέφτουμε κρυμένοι εκεί μέσα. Κάπιοι μένουν ξύπνιοι, σε βάρδιες, μην εμφανιστεί κανείς ανεπιθύμητος. Λίγες ώρες γλυκού ύπνου πριν να ξαναρχίσουμε να περπατάμε.
Μετά από μερικές ώρες ξαναξεκινάμε. Περπατάμε για ώρες, φωρώντας κουβέρτες για να αντιμετωπίσουμε το κρύο. Μάγκα μου το κρύο στην έρημο είναι τσουχτερό. Σου τρυπά τα κόκαλα, σχεδόν. Περπατάμε ώρες χωρίς να ξέρουμε που ακριβώς πάμε. Πηγαίνουμε και πηγαίνουμε. Σε κάποια φάση πετύχαινουμε κάποιους άλλους Μεξικάνους. Είχαν περάσει από κάποιο άλλο πέρασμα. Μόνο που το κογιότ τους παράτησε όταν είδε τη Migra να φτάνει. Migra λέμε την αστυνομία των συνόρων, γιατί συνήθως πιάνει μετανάστες. Το κογιότ λοιπόν, έκοψε κάμποση ταχύτητα, και τους πέταξε από το φορτηγάκι του. Τι έκοψε ταχύητητα δηλαδή, και πάλι με χίλια θα πήγαινε, γιατί κάπιοι είχανε σπάσει κόκκαλα. Αυτοί έμοιαζαν σα ράκη. Αλλά μπορούσαν να περπατήσουν. Και αυτό ήταν καλό, γιατί εάν έμεναν ακίνητοι, ή που θα τους έπιανε η Migra, ή θα τους λιάνιζαν τα τσακάλια. Μπαίνουν στο γκρουπ μας και περπατάν μαζί μας.
Οι ώρες περνούν, αλλά δεν φτάνουμε πουθενά. Ο πολιτισμός συνεχίζει να βρίσκεται μίλια μακρυά. Το κρύο μας χτυπά στη μάπα, και εγώ έχω αρχίσει να μην την παλεύω. Και οι άλλοι το ίδιο. Αλλά δεν γίνεται να μείνουμε άλλο εδώ. Πρέπει να φτάσουμε στην πόλη, στην εθνική, κάπου. Για να συνεχίσουμε το ταξίδι μέχρι την γη της επαγγελίας. Πολλοί ήδη έχουν ταξιδέψει ως και δύο χιλιάδες μίλια για να φτάσουν εδώ. Σε μια ερημιά μερικές ώρες βόρεια της Χουαρέζ, σχεδόν στο τέλος της διαδρομής. Εάν δεν τους βρουν εδώ, στην έρημο, έχουν περάσει το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής τους.
Μετά από λίγες ώρες βλέπουμε φώτα στον ορίζοντα. Έχουμε φτάσει σε κοντά σε κάποια μικρή πόλη, όπως καταλαβαίνω. Μπαίνουμε μέσα και ψάχνουμε να βρούμε καταφύγιο. Κάποιο ερημωμένο σπίτι, κάποια απόμερη αποθήκη, κάτι για να βγάλουμε τη νύχτα, και ώστε ώντας φρέσκοι το πρωί να μπούμε σε τραίνα ή λεωφορεία για να φτάσουμε σοτυς προορισμούς μας. Όμως μετά από μερικά λετπά περιπλάνισης ακούω φωνές πίσω μας. Αγριεμένες φωνές. Κοιτάω και βλέπω μερικούς γκρίνγκος, καμιά εκατοστή, οπλισμένους με μαδέρια, μαχαίρια και ρόπαλα να τρέχουν μανιασμένα προς το μέρος μου. Αρχίζουμε να τρέχουμε. Κάπιοι, πιο μπροστά, ανοίγουν μαι πόρτα. Καμιά δεκαριά από εμας καταφέρνουμε να μπούμε μέσα, πριν την κλείσουμε για να μην μας καταλάβουν οι κυνηγοί μας. Για τις επόμενες ώρες ακούμε κατάρες, βρισιές, κραυγές πόνου, απειλές, κόκκαλα να σπάνε και σειρήνες. Όταν πια βγαίνουμε, μερικές ώρες αργότερα, με χίλιες προφυλάξεις γιατί μπορεί να παραφυλάνε ή αυτοί ή η migra, η περιοχή μυρίζει αίμα ενώ στο δρόμο βλέπουμε δόντια, σπασμένα τζάμια και άλλα συντρίμια. Βομβαρδισμένο τοπίο. Ιδού η επιτροπή υποδοχής στην Αμέρικα. Προφανώς αυτοί δεν μας θέλουν εδώ. Ίσως όμως να με θέλουν στο Σαν Μπερναντίνο. Δεν μπορεί, ο ξάδερφος μου, μου έγραψε ότι έχει πολλή δουλειά, χρειάζονται εργατικά χέρια. Με αυτή τη μάλλον αισιόδοξη σκέψη, μετά τα όσα είδα, πηγαίνω στο σταθμό των λεωφορείων. Σε λίγο έχω μπει στο λεωφορείο για την Καλιφόρνια. Μια νέα ζωή με περιμένει. Καλύτερη; Χειρότερη; Θα δείξει.
Saturday, October 10, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment