Friday, April 20, 2012

Κάποτε στην έρημο

Οι διαγραμμίσεις εξαφανίζονταν από την όψη μου. Χάνονταν στον ορίζοντα που έδειχνε ο καθρεύτης μου. Το ίδιο και ότι αμάξι βρισκόταν στο διάβα μου. Πήγαινα ολοταχώς προς το Σικάγο. Το Λος Άντζελες με είχε πεθάνει. Η σκηνή στην πόλη ήταν σκέτη νέκρα και ξαφνικά είχα μείνει χωρίς μπάντα και δουλειά. Έπρεπε να πάω στο Σικάγο να τσεκάρω τα μπλουζ εκεί. Αν δεν κόλαγε η φάση θα πήγαινα να ‘δω τι έτρεχε στην Νέα Ορλεάνη, ή στο Μέμφις,ή θα γύρναγα προς Σαν Φρανσίσκο, ξέρω ‘γω ντάξει. Ανέβαινα τα απομεινάρια του ’66, του δρόμου που ανεβοκατέβαιναν οι μπήτνικ, και τον οποίο τραγούδαγε εκείνος ο μεγάλος jazzman το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι.
Είχα λοιπόν περάσει το Μπέρμπανκ, είχα γεμίσει σε ένα βενζινάδικο εκεί κοντά. Τα βλαχάκια του μαγαζιού από με κοίταζαν περιέργα. Από την μία έβλεπαν την Λουσίλ, αραγμένη στο πίσω κάθισμα μέσα στην θήκη της, και από την άλλη περιεργάζονταν την κάντιλακ μου. Κοίταζαν λέγοντας ότι δεν θα μπορέσω να περάσω την Μοχάβε με αυτό το σαράβαλο. Τι νόμιζαν οι χάνοι; Ότι ήμουν μια ακόμη έκδοση του Τομ Τζόουτ; Δεν είμαι ούτε κάν από την Οκλαχόμα, γένημα θρέμα από το Τζέρζυ είμαι. Και η Ελ Ντοράντο του 55, το αμάξια που οδηγούσε ο Βασιλιάς (Ο Έλβις ντε, δεν είμαι και κάνας βασιλόφρων, σοσιαλιστής άνθρωπος), το ύμνησαν οι Clash και ο Eddie Cochran; Άσε που του έχω κάνει συντήρηση γερή, κούκλα το έχω κάνει το αμάξι.
Τέλος πάντων, που ήμασταν, ά, ναι. Η ζέστη που λες, η ζέστη της Μοχάβε και της Κοιλάδας του Θανάτου, βάραγε κόκκινο. Εγώ είχα πατήσει τα εκατό και ανέβαινα τον εξηνταέξι, ή τέλος πάντων ότι είχε μείνει από αυτόν, σε γενικές γραμμές. Είχα και τα παράθυρα τέντα, και το παγωμένο νερό έκανε δουλειά. Ο ήλιος δεν είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο του αλλά έβαινε προς τα εκεί και αυτός με μια μεγάλη ταχύτητα.
Καταπίναμε λοιπόν τα χιλιόμετρα με βορβορώδη ταχύτητα. Καθώς λοιπόν είχα καλύψει μια γερή απόσταση και ο καυτός ήλιος της Νεβάδα δε συγχωρεί, είπα να αράξω κάπου. Βρήκα ένα μικρό μπαρ, ένα truck-stop για να παρκάρω και να βγάλω το μεσημέρι. Μέσα είχε ένα τζουκ μπόξ με μουσικές. Johny Cash, Blind Lemon Jefferson, Buddy Guy, Wipers, Seeds, ? And the Mysterians, Howlin’ Wolf, Muddy Waters, Stooges, Stevie Ray Vaughan, Springsteen…. Ξέρεις παλιά καλή αμερικάνικη μπίχλα. Έβαλα και ‘γω ένα εικοσπενταράκι, έβαλα τον Lee Hazelwood και την Nancy Sinatra να ασελγήσουν ο ένας πάνω στον άλλο, πήρα μια μπύρα και άναψα στριφτό τσιγαράκι σέρτικο.
Κάπου εκεί, και ενώ βρισκόμουν ανάμεσα στο Reno και την Έρημο της Ντάγκλα Μακάν γωνία, την είδα να κουνιέται. Είχε μπει με έναν ψώφιο που περνιόταν για μηχανόβιος, αλλά φαίνεται ότι το κομμάτι της άρεσε περισσότερο από τον μάγκα. Κάθησα και χάζευα τον άγριο και λάγνο χωρό της. Με το που την είδα να χορεύει ήθελα αυτομάτως να την πηδήξω.
Όταν όμως έβαλε εκείνο το λάγνο μπλουζ με τον Tom Waits, και γύρισε κοιτάζοντας με υπαινικτικά, κατάλαβα ότι ήθελα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί της. Περίεργο ζώο ο έρωτας, πολλές φορές βαράει στο γάμο του καραγκιόζη, αλλά δεν βαριέσαι όταν θέλει να πετύχει, σε βαρά στο δόξα πατρύ.
Ο τύπος λες και σκιάχτηκε. Την τράβηξε κοντά του. Ένιωσε να απειλείται ο αντρισμός του. Αυτή τον κοίταξε με το γνωστό βλέμμα, το «ότι γουστάρω κάνω». Εγώ απλά παρακολουθούσα την φάση. Ντάξει είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα αλλά δεν είχα ιδέα αν θα την ξαναέβλεπα. Βγήκαν φωνάζωντας ο ένας στον άλλο. Εγώ απλά επέλεξα το επόμενο κομμάτι και έμεινα να την σκέφτομαι.
Ξαναέβαλα μπρος λίγο πριν αρχίσει το σούρουπο. Ξεκίνησα να οδηγώ τα χιλιόμετρα που μου έμεναν μέχρι το Φλάγκσταφφ, την πρώτη πόλη μετά την έρημο. Η ζέστη είχε αρχίσει να πέφτει τώρα. Το ακραίο κλίμα της ερήμου έκανε τη δουλειά του. Είχε πιάσει δροσιά και σε λίγο θα πιάναμε πολικές θερμοκρασίες. Έπρεπε να βρω κατάλλυμα να την πέσω για να ξαναφύγω το χάραμα. Κάπου λοιπόν στην μέση του πουθενά βρήκα ένα μικρό συγκρότημα από κτίρια. Μοτέλ με μπαρ μέσα. Βρήκα την ρεσεψιονίστ, μια τύπισσα που ήταν λες και είχε βγει από ταινία του Ταραντίνο. Με έβαλε σε ένα μικρό δώμα, και κατέβηκα για φαϊ στο μπαρ.
Το T-Bone ήταν λάστιχο, οι πατάτες κρύες. Ε ότι πληρώνεις πέρνεις. Πήγα στη μπάρα και πήρα ένα μπέρμπον. Ξεκίνησα να το σιγοπίνω όταν μια γνώριμη φιγούρα κάθισε δίπλα μου. Κόλησε λίγο το μυαλό μου. Κάτι μου έλεγε εκείνο το τζάκετ που μύριζε κάτουρο και μηχανέλαιο, αλλά δεν βαριέσαι, όλα τα μηχανοβιακά τζάκετ το ίδιο μυρίζουν. Τέτοια λετσαρία..... Είδα λίγο το σχέδιο και κατάλαβα.
«Σε είδα σε ένα μπαρ, λίγα χιλιόμετρα από ‘δω , ήσουν με τη γκόμενα που χόρευε εκείνον τον Waits».
«Ποια την ξανθιά με την οποία μπήκα σε εκείνο το αχούρι έξω από το Reno; Άστην αυτή είναι παλιά ιστορία. Την άφησα πριν λίγα χιλιόμετρα. Δεν με πήγαινε η καριόλα και την παράτησα. Τώρα ξες, αν δεν βρει ρόδα να φύγει, θα είναι ή η έρημος ή τα τσακάλια που θα την φάνε. Και τώρα έχει αρχίσει και το γερό κρύο οπότε. Ξες όποια δεν αρπάξει έναν γερό κρύο απο τον Τζο, μένει να ξεπαγιάσει»
«Ναι ναι» σκεφτόμεουν εγώ, « Αλλά αν ήμουν γκόμενα θα προτιμούσα να ξεπαγιάζω στα χιόνια της Αλάσκας παρά να πηδηχτώ με έναν αρχιμαλάκα σαν του λόγου σου, Κύριος».
Με έπιασαν λοιπόν οι σκέψεις. Άναψα λοιπόν τη μηχανή της Caddy μου και είδα το καντράν. Η βενζίνη έφτανε για να κάνω μια παράκαμψη 100-200 χιλιομέτρων και να ψάξω την τύπισσα πριν ξεπαγιάσει για τα καλά. Μπήκα λοιπόν και ξεκίνησα να πέρνω τον δρόμο για το Reno. Είχα ανάψει και τους προβολείς. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τη βρω. Δεν έπαιζε . Υπολόγιζα ότι θα είχαν κάνει κάπου είκοσι μίλια από το μαγαζί όταν την παράτησε, δεν παίζει να της έκανε τέτοια κίνηση μέσα στον κόσμο, δεν ήταν ο τύπος. Και το μαγαζί ήταν περίπου δέκα μίλια από το Reno, οπότε κάπου εκεί ήταν η ακτίνα που έπρεπε να ψάξω. Και έλεγα απο μέσα μου «Ρε έχει γούστο.....»
Και από την άλλη είχα και το σωστό soundtrack. Με πέταγε ο dj από τον Frankie Valli που παρακάλαγε, μέχρι τον DJ Shadow που έχει προσπαθήσει, και από τους Golden Earing και το Radar Love, στις α-λα Zeppelin μελωδίες των Soundgarden, με ολίγη βέβαια από Mark Lanegan εδώ και ‘κει, και βέβαια κορωνήδα τους Who, να παραδέχονται ότι ρώτησαν μέχρι και τον Timothy Leary αλλά αυτό που έψαχναν ακόμα δεν το έχουν βρει.
Και ‘κει πάνω που ο Dylan είχε ξεκίνήσει να λέει το Lay Lady Lay, την είδα να στέκεται από την άλλη πλευρά του δρόμου. Σημαδιακό ε; Λες και ο Coelho συνωμοτούσε για να ξαναβρεθούμε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Τράβηξα χειρόφρενο, έκανα αναστροφή και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και σταμάτησα ακρυβώς δίπλα της.
«Που πας;» ρώτησα
«Πουθενά συγκεκριμένα»
«Στο δρόμο μου είσαι, μπέκα μέσα»
Μπήκε και είπε ότι έχει να με ρωτήσει κάποια πράγματα.
«Που πας πραγματικά;»
«Σικάγο, να βρω μπάντα και δουλειά. Άμα θες έρχεσαι όλο τον δρόμο. Δεν νομίζω να έχεις και ‘συ κάτι να χάσεις»
«Πως με βρήκες;»
«Μεγάλη ιστορία, άμα θες όμως θα στην ‘πω στο δωμάτιο. Μην σε νοιάζει το νοίκι, έχω κανονίσει. Θα κοιμηθώ στο πάτωμα, εσύ στο κρεβάτι.»
«Όκει τα υπόλοιπα θα τα πούμε στο δωμάτιο»
Φτάσαμε, άραξε στο κρεβάτι, άκουσε πως είχα βρει κατά τύχη τον μαλάκα και μου τα είχε ξεφουρνήσει.
«Και γιατί ήρθες όλο τον δρόμο; Αξίζω τέτοια ταλαιπορία;»
«Κοίτα, το ένα πράγμα είναι ότι ο άλλος σου φέρθηκε σκάρτα και ότι το να ξεπαγιάζεις επειδή δεν του έκατσες δεν το χωνεύω. Το άλλο είναι ότι εμένα δεν με ενδιαφέρει αν θα μου κάτσεις, θα κάνουμε σχέση, θα γίνουμε φίλοι και μόνο, ή θα τραβήξουμε ο καθένας τον δρόμο μας. Απλά δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι μια τόσο γοητευτική γυναίκα θα έπρεπε να μένει μόνη νύχτα στην έρημο, στο έλεος του οποιουδήποτε. Και επιπλέον, επειδή μου άρεσες, είπα να γνωριστούμε κομματάκι καλύτερα, οπότε....»
Δεν έγινε τίποτα εκείνο το βράδυ, μόνο το περάσαμε σιγοκουβεντιάζοντας. Το επόμενο πρωί μου μόστραρε το σαξόφωνο που είχε στο σάκο της, και μου είπε ότι και αυτή έψαχνε για μπάντα. Τα βρήκαμε στις μουσικές, και συνεχίσαμε τον δρόμο για το Σικάγο. Μέχρι να φτάσουμε στο Σικάγο τα ‘χαμε φτιάξει και είχαμε συμφωνήσει το ταξίδι να γίνει κοινό. Και μέχρι τώρα κανείς από μας δεν έχει αθετήσει αυτή την υπόσχεση, και ακόμα τριγυρνάμε από ‘δω και από ‘κει. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο μεγάλος τροβαδούρος «this land was made for you and me»

No comments: