Έχουν περάσει τρεις μήνες απο τότε που πάτησα το πόδι μου για τελευταία φορά στο Πανεπιστήμιο. Κι όμως, πάλι βρίσκομαι εδώ, μπροστά από ένα πληκτρολόγιο και προσπαθών να μαζέψω τα κομμάτια μου. Να μαζέψω τις μνήμες έξι χρόνων με όνειρα δυαλημένα, με νεύρα, με απογοητεύσεις, με μικροεπιτυχίες,με αποτυχίες.
Έξι χρόνια πολέμου με ένα σύστημα το οποίο δεν σε αφήνει να ζήσεις, απλά σε κλειδώνει μέσα σε φωβικά σύνδρομα τύπου «εάν δεν πάρω το πτυχείο στην ώρα μου έχω χάσει το τραίνο». Ένα σύστημα του οποίου ο μόνος στόχος είναι να σε βάλει να μάθεις ένα συγκεκριμένο πράγμα, να γίνεις ένα ακόμη γρανάζι, το οποίο όταν δεν το χρειάζεται η μηχανή το φτύνει, το στέλνει σε ένα σκουπιδότοπο.
Πριν από έξι χρόνια μπήκα και εγώ στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με τις προσδοκίες του μέσου Έλληνα πρωτοετή φοιτητή. Δηλαδή να γίνω ένας φοιτητής ενεργός, να κάνω πράγματα που μου αρέσουν, να ανακτίσω την προσωπική και κοινωνική ζωή που έχασα στο λύκειο, και να μάθω πράγματα, να διευρύνω τους ορίζοντες μου περισσότερο από εκείνον που μου έδειχναν τα αποστειρωμένα και εκτός πραγματικότητας βιβλία του σχολείου. Απογοητεύτικα οικτρά. Και αυτό γιατί, αντί για την εικόνα του πανεπιστημίου που καλλιεργείται στον Έλληνα, εγώ βρήκα κάτι το εντελώς διαφορετικό. Αυτό που βρήκα ήταν ένα εργοστάσιο παραγωγής εύκαμπτων εργαζομένων (όσον αφορά στις στάσεις στις οποίες θα τους γαμάει ο εργοδότης), γεμάτο με παιδιά-λάστιχο τα οποία με την έξοδο από το ευαγές αυτό ίδρυμα θα είναι έτοιμα να κάνουν τα πάντα για να μπορούν να υπομένουν καρτερικά τις ορέξεις των εργοδοτών.
Σε αυτόν τον πόλεμο βρήκα, κατα καιρούς, διάφορους σύντροφους και συμπαραστάτες. Μαζί γευτήκαμε μερικές μικρές νίκες, αρκετές απογοητεύσεις. Στο τέλος όμως είχαμε μόνο θύματα. Άλλοι πλήρωσαν την αντίσταση με τον εξωστρακισμό τους από το πανεπιστήμιο, άλλοι με ένα πολύ πληγωμένο εγώ (στα όρια της παράνοιας κιόλας) και άλλοι αναγκάστηκαν να «πάνε σπίτια τους» για να περισώσουν τα όσα κομμάτια από τα όνειρα τους δεν έκανε θρύψαλα το πανεπιστήμιο. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στο ucy είδα να χάνονται ή να χαντακόνωνται μερικά από τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου. Άνθρωποι που εάν βρίσκονταν οπουδήποτε αλλού θα γίνονταν ηγέτες, ηθοπιοί, δάσκαλοι, διαολεμένα οραματιστές επιστήμονες, καλλιτέχνες. Μιχάλης, Άκης, Πρίτσκας, Βαρδουλάκης, Χάρης, Αλεξία, Λευτεράκος, Πόντιος, Μιχαλάκος,Μήτσος, Γκώνος. Άνθρωποι που είδαν τον εαυτό τους να χάνεται στην πλημυρίδα της εντατικής ενασχόλισης, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την δημιουργηκότητα τους μέσα στις αυστηρές νόρμες που έβαζε το πανεπιστήμιο, που ήθελαν να κάνουν το κάτι παραπάνω. Κάποιους τους έφτυσε το σύστημα λες και ήταν σπασμένα γρανάζια (Μιχάλης, Άκης, Πρίτσκας (ο άνθρωπος έφαγε διαγραφή από......τα κομπιούτερ της μέριμνας), Χάρης, Μιχάλης), κάπιοι άλλοι αναγκάστηκαν να σκύψουν το κεφάλι για να μην δουν τα πάντα να χάνονται.
Τσακισμένα όνειρα, τσακισμένοι άνθρωποι, χάριν της κερδοφορίας μιας ομάδας απελπιστικά λίγων καπιταλιστών. Το Πανεπιστήμμιο Κύπρου πατά συστηματικά τα σταφύλια της οργής, αλλά η έκρηξη δεν έρχεται ποτέ, γιατί οι λίγοι που εκρύγνηνται είναι, προς όρας, καταδικασμένοι σε έναν μοναχικό αγώνα, επειδή πολλύ απλά όλοι οι υπόλοιποι φοβούνται να οργανωθούν, είτε φοβούμενοι τον στιγματισμό (κοίτα αυτόν είναι σαν τους «παραπονιάρηδες» από την Ελλάδα), την τιμωρία (μην κοπούν στο μάθημα) και τις μύριες όσες τιμωρίες υπάρξουν στην πορεία. Εγώ τα πλήρωσα όλα μαζεμένα στο έκτο έτος. Σταδιακός παραγκωνισμός μου απο την Φοιτητική (για να βάζουν 6σέλιδα γεμάτα μαλακίες επειδή «δεν καλυπτόταν αλλιώς η ύλη) (να’σαι καλά neil που τους τα έχωνες σε μια περίοδο που εγώ δεν μπορούσα να τρέχω για τα οργανωτικά και να τους τα λέω από πρώτο χέρι), μετά ήρθε η τραυματική εμπειρία του φοιτητικού ραδιοφώνου και έδεσε το γλυκό, η αντιπολίτευση εκπαραθηρώθηκε και απο ‘κει. Υπάρχει και η παράνοια του πρώτου έτους, που παραλίγο να βρεθώ καταθληπτικός και ζούσα με μια δίαιτα από χάπια και αλκοόλ. Υπήρξαν και οι φορές που άκουσα από φίλους και συνφοιτητές ότι πέρνουν συρώπια και αμφεταμίνες για να αντέξουν την πίεση και να μπορούν να εργάζονται τις ατελείωτες ώρες που τους ζητά το πανεπιστήμιο, ιδίως σε περιόδους εξεταστικής και παρουσιάσεων. Είδα φίλους μου να λυγίζουν και να παραδίδονται στην τρέλα, να καίγονται
Είδα κόσμο να την πέφτει στα ναρκωτικά απλά και μόνο για να τα βγάλει πέρα με την παράνοια του συστήματος, είδα...... Μόνο κάποιον να σκάει στο πανεπιστήμιο με επαναλυπτική καραμπίνα και «όποιον πάρει ο χάρος» δεν είδα. Το χειρότερο ήταν όμως ότι τουλάχιστον για ένα εξάμηνο σχεδόν χάθηκα από τους φίλους μου για να μπορέσω να τα βγάλω και’γω πέρα, να τελειώσω το ρημάδι. Σε αυτό το πανεπιστήμιο πρέπει να γίνεις ο νταβατζής του εαυτού σου και να τον πουλάς τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα εάν θέλεις να φύγεις λέγοντας ότι έχεις μάθει κάτι το οποίο θα σε βοηθήσει στο μέλλον σου, ότι βοήθεια και να συνεπάγεται αυτό.
Υπήρχαν όμως και χαρούμενες στιγμές, που χάρησαν απίστευτο γέλιο, και ας έρχονταν με το σταγονόμετρο, και ας έρχονταν με το μάτι στο ρολοϊ και την αγωνία των φίλων μου μήπως χάνουν την ώρα τους άσκοπα και δεν διαβάζουν. Εκείνες οι δύο χαοτικές εκπομπές με τον Τάσσο και τον Ευθύμη, τα dnd sessions στο Δουκάτο, το πρώτο εξάμηνο λειτουργίας του κινηματογραφικού ομίλου, η ηρωική εποχή ων πρώτων κινήσεων της ΠΑ.ΡΙ.Σ., μέχρι την ανακάλυψη των παιχνιδιών που παίζονται στα ανώτερα κλιμάκια της ΦΕΠΑΝ, και την σταδιακή αποχώρηση γεμάτη αηδία για αυτήν την κατάσταση, το ηρωικό πρώτο (και τελευταίο) τεύχος του ΚΡΑ, η ασύστολη μάσα στην Καλλιπόλη και στην Πανδώρα. Αλλά ακόμα και όλα αυτά ήταν απλά ένα μικρό ηρεμιστικό, μια μικρή απόδραση από την επαναλαμβανόμενη διαπίστωση ότι όλοι μας ζούμε αποσπασματική προσωπική ζωή. Σπασμωδικές σχέσεις, σπασμωδικός έρωτας, σπασμωδική διατροφή, πολλές φορές ελάχιστος ύπνος. Αυτή ήταν η ζωή μου, αυτή είναι και η ζωή των φίλων μου. Φοιτητική ζωή στη Λευκωσία. Κουραφέξαλα. Αλλά αυτά παθαίνεις σε μια χώρα όπου βασικός «παίκτης» στο κεφάλαιο παιδεία είναι ο ΣΕΒ, ο οποίος μάλιστα κάνει ότι γουστάρει στο θέμα και κανείς δεν του κουνιέται. Τελικά το ucy πέτυχε στον στόχο του. Για την ώρα. Να πάρει τα καλύτερα μυαλά μιας γενιάς και να τα μετατρέψει σε αυτιστικά άτομα, τα οποία βγαίνοντας μετά στην κοινωνία γίνονται άτομα τα οποία μέχρι και πίπες θα πέρνουν από τα αφεντικά για να μπορέσουν να έχουν μια ανεκτή ζωή, χωρίς όνειρα και οράματα, μιας και όλα αυτά θα έχουν καταστραφεί μεθοδικά από τον τεράστιο μηχανισμό που λέγεται « Πανεπιστήμιο Α.Ε.» Το πανεπιστήμιο μας έχει καταδικάσει σε έναν βίο αβίωτο. Μια ζωή εν τάφω. Ελπίζω όποιος το διαβάζει αυτό να μην τα βάψει κατευθείαν μαύρα, αλλά να αναπτύξει τις σωστές άμυνες και τα ανάλογα αγωνιστικά αντανακλαστικά. Να οργανωθεί και να παλέψει. Να γίνουμε πολλοί, γιατί οι καιροί που πλησιάζουν είναι χαλεποί, και εάν δεν πέσει έστω και ένα βόλι, εάν δεν γίνει έστω και μια διαδήλωση, εαν επιμείνουμε να μην πέρνουμε την ζωή μας στα χέρια μας, απο ‘δω και πέρα θα έρχονται μόνο σφαλιάρες και ταπεινώσεις.
Duke
Monday, August 25, 2008
Wednesday, August 20, 2008
Sunday, August 17, 2008
ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΣΠΑΡΓΑΝΑ
Σε όλους τους Τομ Τζόουτ που αγωνίζονται για μια ζωή με αξιοπρέπεια.
Το συλλογίστικα πολλύ......πως ένας άνθρωπος έχει δικά του ένα εκκατομύριο στρέμματα, την ώρα που εκατό χιλιάδες ξώμαχοι, καλοί δουλευτάδες, πεθαίνουνε της πείνας. Κι αναρωτιώμουν αν μαζευτούν όλοι οι δικοί μας και βάλουν τις φωνές, όπως φώναζαν εκειν’ οι λιγοστοί έξω απ’ το κτήμα Χούπερ.....
Τζων Στάϊνμπεκ, Τα Σταφύλια της Οργής.
Μεσημέρι. Οδός Σόλωνος, χαμηλά, κοντά στα Εξάρχεια. Απέναντι από το κτίριο της Νομικής. Μια μορφή έχει ανέβει στην ταράτσα της πολυκατοικίας, έχει σκαρφαλώσει πανώ στο κάγκελο που βρίσκεται στην άκρη της οροφής και ετοιμάζεται να πέσει. Κάποιος άλλος είναι εκεί κοντά. «Μην πλησιάζεις», του φωνάζει. «Θέλω απλά να πέσω, να τελειώσουν όλα. Φτάνει πιά. Δεν θέλω να είμαι ένα τίποτα. Ως εδώ! Επιτέλους να τελειώνω με αυτή την σκατοζωή!ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΥΑ! ΜΕ ΑΚΟΥΣ;» Ο άλλος παραμένει ασάλευτος, στα δύο μέτρα από εκείνον που θέλει να πεθάνει «Κάνε όπως θέλεις, αλλά πρώτα, σε παρακαλώ κατέβα, έτσι να πάμε για έναν καφέ. Θέλω, πριν να κάνεις το παραμικρό, να με ακούσεις για λίγο. Έτσι να κουβεντιάσουμε λίγο. Να σου πώ και τη δικιά μου γνώμη. Και μετά κάνεις ότι γουστάρεις. Ένα έχω να σου πώ. Δεν έιμαι ούτε μπάτσος, όυτε ψυχίατρος, ούτε τίποτα. Ένας απλός περαστικός είμαι, που κατάλαβε τι πας να κάνεις.» Η μορφή κάνει να γυρίσει προς αυτόν που μιλά αλλά πάνω στο γύρισμα γλιστράει. Μια βουτιά στο κενό....
Freeze frame. Αυτή είναι η ζωή μου. Και προφανώς έχω μόλις φτάσει στο ναδήρ.
Rewind. Ίσως το πρόσφατο παρελθόν μου να μπορέσει να εξηγήσει μερικά πράγματα. Πέντε χρόνια πίσω. Είμαι 26, έχω μόλις τελειώσει σπουδές, έχω καθαρίσει με το στρατό, και είμαι στη γύρα για δουλειά. Εχω την σχέση μου και είμαι στον πλανήτη Happy. Στέλνω τα βιογραφικά σε σετ των χιλίων, για να πάρω 2-3 απαντήσεις από εργοδότες. Πάω από τις 6 το πρωί στα μέρη όπου θα γίνουν οι συνεντεύξεις, για να μάθω ότι είναι και άλλοι τετρακόσιοι στη σειρά. Ώσπου σου έρχεται μια ευκαιρία. Σκατά ευκαιρία δηλαδή. Γραφειάς σε εργοστάσιο ψυγείων. Εφτακόσια ευρώ το μήνα, ωράριο όση ώρα πέρνει για να τελειώσω τρεις ντάνες δουλειά και να είναι στην ώρα της. Χάλια δηλαδή. Αλλά όπως πάντα υπάρχει ο φόβος να μην βρεθεί κανένας ποιο απελπισμένος να σου φάει τη δουλειά.
Ο ελεύθερος μου χρόνος γινόταν όλο και λιγότερος και οι συνευρέσεις μου με αυτήν όλο και πιο αραιές. Μετά από λίγο καιρό, όταν με στέλνανε για επαγγελματικά ταξίδια, αυτές οι συνευρέσεις μετατράπηκαν σε ένα-πήδημα-στα-γρήγορα-αραιά-και-που . Ώσπου τελείωσαν. Και τώρα είμαι ολομόναχος. Η σκατένια δουλειά του να είσαι μεσαίο στέλεχος σε επιχείρηση. Λίγα λεφτά, απαράδεκτες ώρες δουλειάς, επαγγελματικά ταξίδια και άγιος ο θεός. Ακόμα και τα επαγγελματικά ταξίδια ήταν μια κόλαση. Μια μινιατούρα της ζωής μου. Μια μικρή βαλίτσα, πάντα έτοιμη για αναχώρηση. Μέσα έχει ξυριστικά, 4-5 αλλαξιές ρούχα, ένα σακάκι (το άλλο το έχω στο χέρι) και ένας φορτιστής για κινητό και laptop. Το λάπτοπ πάντα μαζί μου στην καμπίνα, μπας και κάνω δουλειά όσο ταξιδεύω.
Φτάνω στο Heathrow. Γυρίζω το ρολόι τρεις ώρες πίσω και γραμμή για το ξενοδοχείο. Η για τις διαπραγματεύσεις. Δε βλέπω το Λονδίνο ούτε για μια ώρα. Είναι μονάχα οι τα κτίρια που βλέπω από τα τζάμια του αυτοκινήτου, καθώς πάω στον τελικό προορισμό μου.
Παρίσι
Βαρκελώνη
Ντουμπάι
Λισαβώνα
Νεα Υόρκη
Τόκυο
Μόσχα
Βερολίνο
Άμστερνταμ
Χαράρε
Κέηπ Τάουν
Κάιρο
Μέξικο Σίτι
Ρίο
Όπου πάω η ίδια εκνευριστική ρουτίνα. Για μένα τα επαγγελματικά ταξίδια είναι μόνο δουλειά. Αρκετά cost-effective για το αφεντικό, που δεν θέλει έξτρα μέρες χαζολογήματος στην πόλη για τους υπαλλήλους. Εμείς να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά και αυτός να αράζει άνετος στα Κωλονάκια και τα Κεφαλάρια μοστράρωντας τη Φεράρι μπας και περάσει για γαμπρός και μαγκάκι περιοπής. Αυτά πρέπει να περνάω για να μπορέσω να βγάλω αρκετά για να ζήσω. Αισθάνομαι μόνος, αδύναμος, φοβισμένος και νευριασμένος. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, αλλά κάπως έτσι.
Πολλές φορές το σκεφτόμουν να δώσω τέλος. Όσο πιο γρήγορα και ανώδυνα γίνεται. Η αλήθεια είναι όμως ότι όλες τις φορές έκλασα μπάμιες. Έκανα πίσω την τελευταία στιγμή. Ώσπου ήρθε το τελειωτικό χτύπημα. Πτώχευση της εταιρίας. Το αφεντικό λέει ότι δεν είχε αρκετά λεφτά για να περπατήσει το πράγμα. Ναι καλά. Βγήκα στο δρόμο τρέχωντας, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Και επειδή τα κεντρικά γραφεία (όπου και δούλευα χωμένος στο μικρό μου γραφειάκι) δεν έχουν κάποιο μπαλκόνι για να φουντάρω απο εκεί, ούτε και πρόσβαση στην ταράτσα, κατέβηκα αλαφιασμένος τη Σόλωνος. Μπήκα στο πρώτο ψηλό κτίριο που βρήκα, ανέβηκα τρέχωντας τις σκάλες μέχρι την ταράτσα και να ‘μαι εδώ. Έτοιμος να σκάσω σαν το πεπόνι στο οδόστρωμα. Ένα ουράνιο πλαφ και τα μυαλά μου κυμάς στο πεζοδρόμιο. Έλα όμως που ξανά έχω τις αμφιβολίες μου. Και αυτός ο περαστικός που μου λέει να κάτσω για έναν καφέ μαζί του να μου πει ότι έχει να πει πριν κάνω το οτιδήποτε. Κάνω να γυρίσω, γλιστράω και πέφτω στο κενό. Όμως μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μια χερούκλα με έχει πιάσει. «Έλα φιλαράκι σε έπιασα, κάνε κουράγιο λίγα δευτερόλεπτα και θα πατήσεις έδαφος». Γυρνάω προς τα πάνω και τον βλέπω καθώς με τραβάει. Το παρουσιαστικό του δεν φέρνει καθόλου σε μπάτσο, μάλλον φαίνεται για τύπος του «καλού Σαμαρείτη». Τζινάκι ελαφρώς φθαρμένο, μακρύ άσπρο μαλλί, πουκαμισιά, γύρω στα 35. Κάνας καθηγητής θα είναι. Ή μήπως εργάζεται κάπου; Και λίγο ξενόφατσα μοιάζει.
Τελικά το μόνο πλαφ που ακούγεται είναι αυτό που κάνουν τα παγάκια στον φραπέ του ταχυφαγείου από κάτω. Ο συζητητής μου πίνει σιγά σιγά το τσάι του. «Ξέρεις», μου λέει «κατάλαβα τι πήγαινες να κάνεις από το βλέμμα σου. Και το γεγονός ότι μπήκες στην πρώτη πολυκατοικία που βρήκες, μου έβαλε πολλές ιδέες. Το έχω ξαναδεί αυτό. Πίσω στην πατρίδα όταν είχαμε την μεγάλη οικονομική κρίση έβλεπα πολλά τέτοια πρόσωπα. Βασικά είχα βρεθεί σε μια παρόμοια θέση με ‘σένα. Έίχα απελπιστεί και ήθελα απλά να πεθάνω. Χάιμε Ταρντέλλι....Χαίρω πολλύ.»
«Γιώργος Χατζηαργύρης», απαντώ « Ιταλός ε;». «Περίπου» λέει αυτός «είμαι Τάνο, δηλαδή είμαι Αργεντίνος, αλλά έχω καταγωγή από Ιταλία. Φαντάζομαι θα με ρωτήσεις πως ξέρω καλά τη γλώσσα σου. Τέσσερα χρόνια φιλοσοφία στο Μπουένος ΄Αιρες και τέσσερα χρόνια στη ξένες γλώσσες και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Και κατάφερα να έχω και κάποια χρόνια στο κουρμπέτι πριν ακόμη γίνω τριανταπέντε. Με πιάνεις; Όταν έγινε το μεγάλο κραχ στην Αργεντινή, δούλευα ως δημοσιογράφος, σε εφημερίδα. Λίγα λεφτά, πολλές ώρες δουλειάς, ελάχιστος ελεύθερος χρόνος. Και ξαφνικά έμεινα άνεργος.» «Ώπα σαν να μου λες το βιογραφικό μου.» «Δηλαδή;» « Απόφοιτος οικονομικών επιστημών, δουλεύω σαν κατώτερος λογιστής σε εταιρία. Εργοστάσιο ψυγείων... και μόλις κλείσαμε.» «Άσχημο αυτό. Να μένεις χωρίς δουλειά. Σχεδόν ντροπιαστικό. Και όταν έχεις στόματα να θρέψεις ακόμη χειρότερο. Βέβαια ούτε και ‘γω είχα οικογένεια όταν μου έλαχε αυτό, αλλά ήξερα πολλους οικογενειάρχες που έμειναν επί ξύλου κρεμάμενοι όταν έκλεισε η εφημερίδα. Αλλά σε μας έγινε κάτι το πρωτόγνωρο. Ενώ είχαμε απελπιστεί, κάποιος πέταξε την ιδέα να πάρουμε την εφημερίδα υπό τον έλεγχο μας εμείς, οι εργαζόμενοι. Έλεγε ότι αφού το τυπογραφείο και τα γραφεία είναι στο ίδιο κτίριο, γιατί δεν τα καταλαμβάνουμε, για να την λειτουργήσουμε εμείς. Πήγαμε λοιπόν και κάναμε κατάληψη. Και μετά την ξανακυκλοφορήσαμε.»
« Καλά και πως έγιναν όλα αυτά; Κατάληψη, εργατικός έλεγχος, λίγο παράξενα μου ακούγονται.» «Κοίτα, αρχικά κάναμε μια απογραφή των μηχανημάτων και των υλικών. Τα συγκρίναμε με τα επίσημα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας και είδαμε ότι πολλά από αυτά έλειπαν. Πήγαμε στο δικαστήριο, και το δικαστήριο αποφάσησε ότι ο εκδότης έκλεψε τα μηχανήματα αυτά από την εταιρία, και τα πούλησε για να βγάλει κέρδος. Και έτσι μας επέτρεψε να λειτουργούμε την εταιρία. Αποφασήσαμε την εταιρία να την διοικεί η Γενική Συνέλευση των Εργαζομένων. Υπάρχει βεβαια και ένα Δ.Σ., αλλά αυτό είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητό και είναι αιρετό. Δηλαδή, αποτελείται από εκπροσώπους των εργαζομένων σε κάθε τομέα, αλλά οι αντιπρόσωποι αν δεν κάνουν καλά την δουλειά τους, μπορούν ανα πάσα στιγμή να αντικατασταθούν, και στη θέση τους να εκλεγούν άλλοι. Οι δημοσιογράφοι αποφασίζουν για τα άρθρα που θα βγουν, οι σελιδωτές για το πως θα τυπωθεί η κάθε σελίδα, οι τυπογράφοι για το μελάνι που θα χρησιμοποιηθεί, το είδος του χαρτιού, κλπ. Δηλαδή ο καθένας αποφασίζει τι είναι το καλύτερο ανάλογα με τη δουλειά του. Γιατί κάποιος που κάνει μια δουλειά είναι συνήθως αυτός που ξέρει πως μπορεί να γίνει αυτή η δουλειά καλύτερη. Βάλαμε και έναν «κουμπαρά» μεταξύ μας, και μαζέψαμε λεφτά για να μπορέσουμε να αγοράσουμε τα απαραίτητα μηχανήματα. Δηλαδή την πρέσα του τυπογραφείου, και μερικά κομπιούτερ. Και μετά αρχήσαμε τη δουλειά. Όλοι είχαμε βασικά τις ίδιες απολαβές, αλλά αυτές αυξάνονταν ανάλογα με τις ανάγκες μας. Αν κάποιος είχε οικογένεια, έπερνε περισσότερα λεφτά από κάποιον που δεν είχε. Αν κάποιος είχε να φροντίσει τους γονείς του ή τη γυναίκα του, έπερνε περισσότερα λεφτά από όσους δεν είχαν τέτοια υποχρέωση. Αν κάποιος ήταν άρρωστος, ή είχε άρρωστα παιδιά, η εταιρία του πλήρωνε γιατρό, φάρμακα και εαν χρειαζόταν νοσοκομείο. Έτσι ο καθένας έπερνε καλά λεφτά, είχε απόλυτο έλεγχο πάνω στη δουλειά του. Και η εφημερίδα γινόταν όλο και καλύτερη σε ποιότητα, παρά το γεγονός ότι την πουλάγαμε σε χαμηλότερη τιμή από όταν ήταν του αφεντικού.»
«Και ο κόσμος πως την υποδέχτηκε;» «Με αγάπη. Έλεγαν...επιτέλους να μια σωστή εφημερίδα, με καλούς δημοσιογράφους που δεν γράφουν ότι τους λένε τα αφεντικά. Την αγόραζαν μετα μανίας. Ακόμα και τώρα έτσι είναι. Για να καταλάβεις αλλάξαμε όλα τα θέματα στην εφημερίδα και βάλαμε θέματα που αφορούν περισσότερο πράγματα που αφορούν την καθημερινή ζωή του μέσου Αργεντίνου, αλλά και τι γίνεται στον κόσμο.Βάλαμε ανταποκριτές σε όλη τη Λατινική Αμερική, αλλά και σε όσες χώρες φαίνεται κάτι να αλλάζει δραστικά. Γαλλία, Ελλάδα, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Βρετανία, όπου υπάρχουν ισχυρά κινήματα και ανταποκριτής. Και αποφασίζουμε μαζί με τους συναδέλφους του διεθνούς ρεπορτάζ για το σε ποια θέματα θα γίνουν αφιερώματα στο κυριακάτικο φύλλο, ποιο άρθρο θα μπει πότε και ταα λοιπά. Κάθε βδομάδα συνδεόμαστε μέσω skype και τα αποφασίζουμε αυτά, δημοκρατικά.» «Μπορώ να πω πως εντυπωσιάστηκα. Αλλά αντιδράσεις δεν υπήρχαν;» «Κοίτα αυτές πάντα υπάρχουν. Το αφεντικό μας έστειλε την αστυνομία πολλές φορές. Αλλα ξέρεις τι; Στους μεγάλους αγώνες, ο κόσμος συσπειρώνεται. Τους διώχναμε τους μπάτσους. Και όταν έρχονταν με ενισχύσεις, φέρναμε και εμείς τις δικές μας. Έρχονταν και σύντροφοι από άλλα κατειλημένα εργοστάσια και βοηθούσαν. Και μετά από λίγο καιρό ερχόταν και ο κόσμος για να τους σταματήσει. Καταλαβαίνεις; Ήμασταν η φωνή όλων αυτών ανθρώπων που καταπιέζονταν επι τόσο καιρό απο την κυβέρνηση. Όλων αυτών των ανθρώπων που τους λήστευε καθημερινά ο καπιταλιστής, το αφεντικό. Είμασταν οι νοικοκυρές που
βάραγαν τις άδιες κατσαρόλες στις διαδηλώσεις. Είμασταν οι άνεργοι που συγκρούωνταν με την αστυνομία. Είμασταν οι μαθητές που ζητούσανε καλύτερα δημόσια σχολεία. Είμασταν οι φοιτητές που ζητούσαν πανεπιστήμια χωρίς δίδακτρα. Είμασταν οι καταληψίες που υπερασπίζονταν τις δουλειές τους. Είμασταν οι «τρελές» της Πλατείας του Μάρτη που ακόμη προσπαθούν να μάθουν τι απόγιναν τα παιδιά και τα εγγόνια τους που εξαφανίστηκαν κατά τη Χούντα του Βιντέλα. Είμασταν, και ακόμη είμαστε, η φωνή ενός λαού που ζητά αυτά που του ανήκουν, τα αυτονόητα. Ψωμί, παιδεία, ανθρώπινα δικαιώματα, εργασία, υγεία. ΄Ολα αυτά τα αυτονόητα δικαιώματα που στερούν από τον απλό κοσμάκη στις φτωχές χώρες, και προσπαθούν διακαώς να τα πάρουν πίσω και απο τον κόσμο στις πλούσιες χώρες. Και βέβαια αυτός ο κόσμος δεν θέλει να τη χάσει αυτή τη φωνή. Και αυτός ο κόσμος βρέθηκε στο πλευρό μας. Μπήκε πολλές φορές ανάμεσα στους μπάτσους και εμάς , για να μας υπερασπιστεί, γιατί έτσι υπερασπιζόταν και το δικό του δικαίωμα να μιλάει ελεύθερα, να απεργεί, να διεκδηκεί.»
Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να κάνω και εγώ κάτι τέτοιο. Αλλά μια γρήγορη σκέψη μου έσβησε τις όποιες αμφιβολίες. Στη Γαλλία ο κόσμος με πορείες και διαδηλώσεις ματαίωσε το CPE. Στην Οαχάκα, στο Μεξικό, οι εξεγερμένοι λαοί της περιοχής ήταν αφέντες της πολιτείας για αρκετό καιρό. Στην Αργεντινή οι καταληψίες των εργοστασίων. Και εδώ την Ελλάδα οι αγώνες των φοιτητών και των εργατών γιγαντώνονται, ο κόσμος δείχνει τη δυσαρέσκεια του απέναντι στο σύστημα όλο και ποιό ανοιχτά. Έχουνε πατήσει τα σταφύλια της οργής οι κυβερνώντες. Και είναι καιρός να τους δείξουμε ότι η αγανάκτηση του κόσμου, σημαίνει και το τέλος τους. Θα το κάνω. Σηκώνομαι να βγω από το ταχυφαγείο. Πέρνω το νούμερο του τηλεφώνου του.
«I think this is the begining of a beautyful friendship» του λέω, σαν άλλος Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, αλλά αυτός αμέσως με διορθώνει.
«Μια όμορφη επανάσταση πάμε να ξεκινήσουμε, όχι απλά μια φιλία.»
Και όλα αυτά πριν ξεχυθώ στους δρόμους της Αθήνας, με νέα ορμή, για να οργανώσω τον κόσμο. Διασχίζω γρήγορα τη Σόλωνος και πάω προς τα γραφεία, μπας και βρω κανένα συνάδελφο να πάμε μαζί στο εργοστάσιο να κάνουμε μια γενική συνέλευση όλοι οι εργαζόμενοι. Μου έχουν μπει πολλές ιδέες. Στο δρόμο μουρμουρίζω τα λόγια του Τομ Τζόουτ, και με κάθε πρόταση νιώθω πιο ζωντανός. Στο τέλος τα λέω μεγαλοφόνως μονοκοπανιά.
Θα βρίσκομαι παντού....όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Όπου αγωνίζονται οι πεινασμένοι για να βρουν να φαν’, θα ‘μαι κ’εγώ εκεί. Όπου κανένας πολιτσμάνος χτυπάει κάποιον άνθρωπο, θα ‘μαι και γω στη φωνή των οργισμένων ανθρώπων και ...θα ‘μαι μες το γέλιο των παιδιών σαν είναι πεινασμένα και ξέρουν πως το φαγητό ειν’ έτοιμο. Και όταν ποια οι δικοί μας θα τρων απ’ όσα οι ίδιοι αναστήσουν,και όταν ποια θα ζούνε μεσ’ τα σπίτια που χτίσανε οι ίδιοι, ε, θα ‘μαι κ’εγώ εκεί. Αν είναι όπως τα ‘λεγε ο Κέιζυ θα ‘μαι κ’ εγώ εκεί.
Το συλλογίστικα πολλύ......πως ένας άνθρωπος έχει δικά του ένα εκκατομύριο στρέμματα, την ώρα που εκατό χιλιάδες ξώμαχοι, καλοί δουλευτάδες, πεθαίνουνε της πείνας. Κι αναρωτιώμουν αν μαζευτούν όλοι οι δικοί μας και βάλουν τις φωνές, όπως φώναζαν εκειν’ οι λιγοστοί έξω απ’ το κτήμα Χούπερ.....
Τζων Στάϊνμπεκ, Τα Σταφύλια της Οργής.
Μεσημέρι. Οδός Σόλωνος, χαμηλά, κοντά στα Εξάρχεια. Απέναντι από το κτίριο της Νομικής. Μια μορφή έχει ανέβει στην ταράτσα της πολυκατοικίας, έχει σκαρφαλώσει πανώ στο κάγκελο που βρίσκεται στην άκρη της οροφής και ετοιμάζεται να πέσει. Κάποιος άλλος είναι εκεί κοντά. «Μην πλησιάζεις», του φωνάζει. «Θέλω απλά να πέσω, να τελειώσουν όλα. Φτάνει πιά. Δεν θέλω να είμαι ένα τίποτα. Ως εδώ! Επιτέλους να τελειώνω με αυτή την σκατοζωή!ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΥΑ! ΜΕ ΑΚΟΥΣ;» Ο άλλος παραμένει ασάλευτος, στα δύο μέτρα από εκείνον που θέλει να πεθάνει «Κάνε όπως θέλεις, αλλά πρώτα, σε παρακαλώ κατέβα, έτσι να πάμε για έναν καφέ. Θέλω, πριν να κάνεις το παραμικρό, να με ακούσεις για λίγο. Έτσι να κουβεντιάσουμε λίγο. Να σου πώ και τη δικιά μου γνώμη. Και μετά κάνεις ότι γουστάρεις. Ένα έχω να σου πώ. Δεν έιμαι ούτε μπάτσος, όυτε ψυχίατρος, ούτε τίποτα. Ένας απλός περαστικός είμαι, που κατάλαβε τι πας να κάνεις.» Η μορφή κάνει να γυρίσει προς αυτόν που μιλά αλλά πάνω στο γύρισμα γλιστράει. Μια βουτιά στο κενό....
Freeze frame. Αυτή είναι η ζωή μου. Και προφανώς έχω μόλις φτάσει στο ναδήρ.
Rewind. Ίσως το πρόσφατο παρελθόν μου να μπορέσει να εξηγήσει μερικά πράγματα. Πέντε χρόνια πίσω. Είμαι 26, έχω μόλις τελειώσει σπουδές, έχω καθαρίσει με το στρατό, και είμαι στη γύρα για δουλειά. Εχω την σχέση μου και είμαι στον πλανήτη Happy. Στέλνω τα βιογραφικά σε σετ των χιλίων, για να πάρω 2-3 απαντήσεις από εργοδότες. Πάω από τις 6 το πρωί στα μέρη όπου θα γίνουν οι συνεντεύξεις, για να μάθω ότι είναι και άλλοι τετρακόσιοι στη σειρά. Ώσπου σου έρχεται μια ευκαιρία. Σκατά ευκαιρία δηλαδή. Γραφειάς σε εργοστάσιο ψυγείων. Εφτακόσια ευρώ το μήνα, ωράριο όση ώρα πέρνει για να τελειώσω τρεις ντάνες δουλειά και να είναι στην ώρα της. Χάλια δηλαδή. Αλλά όπως πάντα υπάρχει ο φόβος να μην βρεθεί κανένας ποιο απελπισμένος να σου φάει τη δουλειά.
Ο ελεύθερος μου χρόνος γινόταν όλο και λιγότερος και οι συνευρέσεις μου με αυτήν όλο και πιο αραιές. Μετά από λίγο καιρό, όταν με στέλνανε για επαγγελματικά ταξίδια, αυτές οι συνευρέσεις μετατράπηκαν σε ένα-πήδημα-στα-γρήγορα-αραιά-και-που . Ώσπου τελείωσαν. Και τώρα είμαι ολομόναχος. Η σκατένια δουλειά του να είσαι μεσαίο στέλεχος σε επιχείρηση. Λίγα λεφτά, απαράδεκτες ώρες δουλειάς, επαγγελματικά ταξίδια και άγιος ο θεός. Ακόμα και τα επαγγελματικά ταξίδια ήταν μια κόλαση. Μια μινιατούρα της ζωής μου. Μια μικρή βαλίτσα, πάντα έτοιμη για αναχώρηση. Μέσα έχει ξυριστικά, 4-5 αλλαξιές ρούχα, ένα σακάκι (το άλλο το έχω στο χέρι) και ένας φορτιστής για κινητό και laptop. Το λάπτοπ πάντα μαζί μου στην καμπίνα, μπας και κάνω δουλειά όσο ταξιδεύω.
Φτάνω στο Heathrow. Γυρίζω το ρολόι τρεις ώρες πίσω και γραμμή για το ξενοδοχείο. Η για τις διαπραγματεύσεις. Δε βλέπω το Λονδίνο ούτε για μια ώρα. Είναι μονάχα οι τα κτίρια που βλέπω από τα τζάμια του αυτοκινήτου, καθώς πάω στον τελικό προορισμό μου.
Παρίσι
Βαρκελώνη
Ντουμπάι
Λισαβώνα
Νεα Υόρκη
Τόκυο
Μόσχα
Βερολίνο
Άμστερνταμ
Χαράρε
Κέηπ Τάουν
Κάιρο
Μέξικο Σίτι
Ρίο
Όπου πάω η ίδια εκνευριστική ρουτίνα. Για μένα τα επαγγελματικά ταξίδια είναι μόνο δουλειά. Αρκετά cost-effective για το αφεντικό, που δεν θέλει έξτρα μέρες χαζολογήματος στην πόλη για τους υπαλλήλους. Εμείς να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά και αυτός να αράζει άνετος στα Κωλονάκια και τα Κεφαλάρια μοστράρωντας τη Φεράρι μπας και περάσει για γαμπρός και μαγκάκι περιοπής. Αυτά πρέπει να περνάω για να μπορέσω να βγάλω αρκετά για να ζήσω. Αισθάνομαι μόνος, αδύναμος, φοβισμένος και νευριασμένος. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, αλλά κάπως έτσι.
Πολλές φορές το σκεφτόμουν να δώσω τέλος. Όσο πιο γρήγορα και ανώδυνα γίνεται. Η αλήθεια είναι όμως ότι όλες τις φορές έκλασα μπάμιες. Έκανα πίσω την τελευταία στιγμή. Ώσπου ήρθε το τελειωτικό χτύπημα. Πτώχευση της εταιρίας. Το αφεντικό λέει ότι δεν είχε αρκετά λεφτά για να περπατήσει το πράγμα. Ναι καλά. Βγήκα στο δρόμο τρέχωντας, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Και επειδή τα κεντρικά γραφεία (όπου και δούλευα χωμένος στο μικρό μου γραφειάκι) δεν έχουν κάποιο μπαλκόνι για να φουντάρω απο εκεί, ούτε και πρόσβαση στην ταράτσα, κατέβηκα αλαφιασμένος τη Σόλωνος. Μπήκα στο πρώτο ψηλό κτίριο που βρήκα, ανέβηκα τρέχωντας τις σκάλες μέχρι την ταράτσα και να ‘μαι εδώ. Έτοιμος να σκάσω σαν το πεπόνι στο οδόστρωμα. Ένα ουράνιο πλαφ και τα μυαλά μου κυμάς στο πεζοδρόμιο. Έλα όμως που ξανά έχω τις αμφιβολίες μου. Και αυτός ο περαστικός που μου λέει να κάτσω για έναν καφέ μαζί του να μου πει ότι έχει να πει πριν κάνω το οτιδήποτε. Κάνω να γυρίσω, γλιστράω και πέφτω στο κενό. Όμως μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μια χερούκλα με έχει πιάσει. «Έλα φιλαράκι σε έπιασα, κάνε κουράγιο λίγα δευτερόλεπτα και θα πατήσεις έδαφος». Γυρνάω προς τα πάνω και τον βλέπω καθώς με τραβάει. Το παρουσιαστικό του δεν φέρνει καθόλου σε μπάτσο, μάλλον φαίνεται για τύπος του «καλού Σαμαρείτη». Τζινάκι ελαφρώς φθαρμένο, μακρύ άσπρο μαλλί, πουκαμισιά, γύρω στα 35. Κάνας καθηγητής θα είναι. Ή μήπως εργάζεται κάπου; Και λίγο ξενόφατσα μοιάζει.
Τελικά το μόνο πλαφ που ακούγεται είναι αυτό που κάνουν τα παγάκια στον φραπέ του ταχυφαγείου από κάτω. Ο συζητητής μου πίνει σιγά σιγά το τσάι του. «Ξέρεις», μου λέει «κατάλαβα τι πήγαινες να κάνεις από το βλέμμα σου. Και το γεγονός ότι μπήκες στην πρώτη πολυκατοικία που βρήκες, μου έβαλε πολλές ιδέες. Το έχω ξαναδεί αυτό. Πίσω στην πατρίδα όταν είχαμε την μεγάλη οικονομική κρίση έβλεπα πολλά τέτοια πρόσωπα. Βασικά είχα βρεθεί σε μια παρόμοια θέση με ‘σένα. Έίχα απελπιστεί και ήθελα απλά να πεθάνω. Χάιμε Ταρντέλλι....Χαίρω πολλύ.»
«Γιώργος Χατζηαργύρης», απαντώ « Ιταλός ε;». «Περίπου» λέει αυτός «είμαι Τάνο, δηλαδή είμαι Αργεντίνος, αλλά έχω καταγωγή από Ιταλία. Φαντάζομαι θα με ρωτήσεις πως ξέρω καλά τη γλώσσα σου. Τέσσερα χρόνια φιλοσοφία στο Μπουένος ΄Αιρες και τέσσερα χρόνια στη ξένες γλώσσες και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Και κατάφερα να έχω και κάποια χρόνια στο κουρμπέτι πριν ακόμη γίνω τριανταπέντε. Με πιάνεις; Όταν έγινε το μεγάλο κραχ στην Αργεντινή, δούλευα ως δημοσιογράφος, σε εφημερίδα. Λίγα λεφτά, πολλές ώρες δουλειάς, ελάχιστος ελεύθερος χρόνος. Και ξαφνικά έμεινα άνεργος.» «Ώπα σαν να μου λες το βιογραφικό μου.» «Δηλαδή;» « Απόφοιτος οικονομικών επιστημών, δουλεύω σαν κατώτερος λογιστής σε εταιρία. Εργοστάσιο ψυγείων... και μόλις κλείσαμε.» «Άσχημο αυτό. Να μένεις χωρίς δουλειά. Σχεδόν ντροπιαστικό. Και όταν έχεις στόματα να θρέψεις ακόμη χειρότερο. Βέβαια ούτε και ‘γω είχα οικογένεια όταν μου έλαχε αυτό, αλλά ήξερα πολλους οικογενειάρχες που έμειναν επί ξύλου κρεμάμενοι όταν έκλεισε η εφημερίδα. Αλλά σε μας έγινε κάτι το πρωτόγνωρο. Ενώ είχαμε απελπιστεί, κάποιος πέταξε την ιδέα να πάρουμε την εφημερίδα υπό τον έλεγχο μας εμείς, οι εργαζόμενοι. Έλεγε ότι αφού το τυπογραφείο και τα γραφεία είναι στο ίδιο κτίριο, γιατί δεν τα καταλαμβάνουμε, για να την λειτουργήσουμε εμείς. Πήγαμε λοιπόν και κάναμε κατάληψη. Και μετά την ξανακυκλοφορήσαμε.»
« Καλά και πως έγιναν όλα αυτά; Κατάληψη, εργατικός έλεγχος, λίγο παράξενα μου ακούγονται.» «Κοίτα, αρχικά κάναμε μια απογραφή των μηχανημάτων και των υλικών. Τα συγκρίναμε με τα επίσημα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας και είδαμε ότι πολλά από αυτά έλειπαν. Πήγαμε στο δικαστήριο, και το δικαστήριο αποφάσησε ότι ο εκδότης έκλεψε τα μηχανήματα αυτά από την εταιρία, και τα πούλησε για να βγάλει κέρδος. Και έτσι μας επέτρεψε να λειτουργούμε την εταιρία. Αποφασήσαμε την εταιρία να την διοικεί η Γενική Συνέλευση των Εργαζομένων. Υπάρχει βεβαια και ένα Δ.Σ., αλλά αυτό είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητό και είναι αιρετό. Δηλαδή, αποτελείται από εκπροσώπους των εργαζομένων σε κάθε τομέα, αλλά οι αντιπρόσωποι αν δεν κάνουν καλά την δουλειά τους, μπορούν ανα πάσα στιγμή να αντικατασταθούν, και στη θέση τους να εκλεγούν άλλοι. Οι δημοσιογράφοι αποφασίζουν για τα άρθρα που θα βγουν, οι σελιδωτές για το πως θα τυπωθεί η κάθε σελίδα, οι τυπογράφοι για το μελάνι που θα χρησιμοποιηθεί, το είδος του χαρτιού, κλπ. Δηλαδή ο καθένας αποφασίζει τι είναι το καλύτερο ανάλογα με τη δουλειά του. Γιατί κάποιος που κάνει μια δουλειά είναι συνήθως αυτός που ξέρει πως μπορεί να γίνει αυτή η δουλειά καλύτερη. Βάλαμε και έναν «κουμπαρά» μεταξύ μας, και μαζέψαμε λεφτά για να μπορέσουμε να αγοράσουμε τα απαραίτητα μηχανήματα. Δηλαδή την πρέσα του τυπογραφείου, και μερικά κομπιούτερ. Και μετά αρχήσαμε τη δουλειά. Όλοι είχαμε βασικά τις ίδιες απολαβές, αλλά αυτές αυξάνονταν ανάλογα με τις ανάγκες μας. Αν κάποιος είχε οικογένεια, έπερνε περισσότερα λεφτά από κάποιον που δεν είχε. Αν κάποιος είχε να φροντίσει τους γονείς του ή τη γυναίκα του, έπερνε περισσότερα λεφτά από όσους δεν είχαν τέτοια υποχρέωση. Αν κάποιος ήταν άρρωστος, ή είχε άρρωστα παιδιά, η εταιρία του πλήρωνε γιατρό, φάρμακα και εαν χρειαζόταν νοσοκομείο. Έτσι ο καθένας έπερνε καλά λεφτά, είχε απόλυτο έλεγχο πάνω στη δουλειά του. Και η εφημερίδα γινόταν όλο και καλύτερη σε ποιότητα, παρά το γεγονός ότι την πουλάγαμε σε χαμηλότερη τιμή από όταν ήταν του αφεντικού.»
«Και ο κόσμος πως την υποδέχτηκε;» «Με αγάπη. Έλεγαν...επιτέλους να μια σωστή εφημερίδα, με καλούς δημοσιογράφους που δεν γράφουν ότι τους λένε τα αφεντικά. Την αγόραζαν μετα μανίας. Ακόμα και τώρα έτσι είναι. Για να καταλάβεις αλλάξαμε όλα τα θέματα στην εφημερίδα και βάλαμε θέματα που αφορούν περισσότερο πράγματα που αφορούν την καθημερινή ζωή του μέσου Αργεντίνου, αλλά και τι γίνεται στον κόσμο.Βάλαμε ανταποκριτές σε όλη τη Λατινική Αμερική, αλλά και σε όσες χώρες φαίνεται κάτι να αλλάζει δραστικά. Γαλλία, Ελλάδα, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Βρετανία, όπου υπάρχουν ισχυρά κινήματα και ανταποκριτής. Και αποφασίζουμε μαζί με τους συναδέλφους του διεθνούς ρεπορτάζ για το σε ποια θέματα θα γίνουν αφιερώματα στο κυριακάτικο φύλλο, ποιο άρθρο θα μπει πότε και ταα λοιπά. Κάθε βδομάδα συνδεόμαστε μέσω skype και τα αποφασίζουμε αυτά, δημοκρατικά.» «Μπορώ να πω πως εντυπωσιάστηκα. Αλλά αντιδράσεις δεν υπήρχαν;» «Κοίτα αυτές πάντα υπάρχουν. Το αφεντικό μας έστειλε την αστυνομία πολλές φορές. Αλλα ξέρεις τι; Στους μεγάλους αγώνες, ο κόσμος συσπειρώνεται. Τους διώχναμε τους μπάτσους. Και όταν έρχονταν με ενισχύσεις, φέρναμε και εμείς τις δικές μας. Έρχονταν και σύντροφοι από άλλα κατειλημένα εργοστάσια και βοηθούσαν. Και μετά από λίγο καιρό ερχόταν και ο κόσμος για να τους σταματήσει. Καταλαβαίνεις; Ήμασταν η φωνή όλων αυτών ανθρώπων που καταπιέζονταν επι τόσο καιρό απο την κυβέρνηση. Όλων αυτών των ανθρώπων που τους λήστευε καθημερινά ο καπιταλιστής, το αφεντικό. Είμασταν οι νοικοκυρές που
βάραγαν τις άδιες κατσαρόλες στις διαδηλώσεις. Είμασταν οι άνεργοι που συγκρούωνταν με την αστυνομία. Είμασταν οι μαθητές που ζητούσανε καλύτερα δημόσια σχολεία. Είμασταν οι φοιτητές που ζητούσαν πανεπιστήμια χωρίς δίδακτρα. Είμασταν οι καταληψίες που υπερασπίζονταν τις δουλειές τους. Είμασταν οι «τρελές» της Πλατείας του Μάρτη που ακόμη προσπαθούν να μάθουν τι απόγιναν τα παιδιά και τα εγγόνια τους που εξαφανίστηκαν κατά τη Χούντα του Βιντέλα. Είμασταν, και ακόμη είμαστε, η φωνή ενός λαού που ζητά αυτά που του ανήκουν, τα αυτονόητα. Ψωμί, παιδεία, ανθρώπινα δικαιώματα, εργασία, υγεία. ΄Ολα αυτά τα αυτονόητα δικαιώματα που στερούν από τον απλό κοσμάκη στις φτωχές χώρες, και προσπαθούν διακαώς να τα πάρουν πίσω και απο τον κόσμο στις πλούσιες χώρες. Και βέβαια αυτός ο κόσμος δεν θέλει να τη χάσει αυτή τη φωνή. Και αυτός ο κόσμος βρέθηκε στο πλευρό μας. Μπήκε πολλές φορές ανάμεσα στους μπάτσους και εμάς , για να μας υπερασπιστεί, γιατί έτσι υπερασπιζόταν και το δικό του δικαίωμα να μιλάει ελεύθερα, να απεργεί, να διεκδηκεί.»
Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να κάνω και εγώ κάτι τέτοιο. Αλλά μια γρήγορη σκέψη μου έσβησε τις όποιες αμφιβολίες. Στη Γαλλία ο κόσμος με πορείες και διαδηλώσεις ματαίωσε το CPE. Στην Οαχάκα, στο Μεξικό, οι εξεγερμένοι λαοί της περιοχής ήταν αφέντες της πολιτείας για αρκετό καιρό. Στην Αργεντινή οι καταληψίες των εργοστασίων. Και εδώ την Ελλάδα οι αγώνες των φοιτητών και των εργατών γιγαντώνονται, ο κόσμος δείχνει τη δυσαρέσκεια του απέναντι στο σύστημα όλο και ποιό ανοιχτά. Έχουνε πατήσει τα σταφύλια της οργής οι κυβερνώντες. Και είναι καιρός να τους δείξουμε ότι η αγανάκτηση του κόσμου, σημαίνει και το τέλος τους. Θα το κάνω. Σηκώνομαι να βγω από το ταχυφαγείο. Πέρνω το νούμερο του τηλεφώνου του.
«I think this is the begining of a beautyful friendship» του λέω, σαν άλλος Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, αλλά αυτός αμέσως με διορθώνει.
«Μια όμορφη επανάσταση πάμε να ξεκινήσουμε, όχι απλά μια φιλία.»
Και όλα αυτά πριν ξεχυθώ στους δρόμους της Αθήνας, με νέα ορμή, για να οργανώσω τον κόσμο. Διασχίζω γρήγορα τη Σόλωνος και πάω προς τα γραφεία, μπας και βρω κανένα συνάδελφο να πάμε μαζί στο εργοστάσιο να κάνουμε μια γενική συνέλευση όλοι οι εργαζόμενοι. Μου έχουν μπει πολλές ιδέες. Στο δρόμο μουρμουρίζω τα λόγια του Τομ Τζόουτ, και με κάθε πρόταση νιώθω πιο ζωντανός. Στο τέλος τα λέω μεγαλοφόνως μονοκοπανιά.
Θα βρίσκομαι παντού....όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Όπου αγωνίζονται οι πεινασμένοι για να βρουν να φαν’, θα ‘μαι κ’εγώ εκεί. Όπου κανένας πολιτσμάνος χτυπάει κάποιον άνθρωπο, θα ‘μαι και γω στη φωνή των οργισμένων ανθρώπων και ...θα ‘μαι μες το γέλιο των παιδιών σαν είναι πεινασμένα και ξέρουν πως το φαγητό ειν’ έτοιμο. Και όταν ποια οι δικοί μας θα τρων απ’ όσα οι ίδιοι αναστήσουν,και όταν ποια θα ζούνε μεσ’ τα σπίτια που χτίσανε οι ίδιοι, ε, θα ‘μαι κ’εγώ εκεί. Αν είναι όπως τα ‘λεγε ο Κέιζυ θα ‘μαι κ’ εγώ εκεί.
Subscribe to:
Posts (Atom)