O Σταύρος είναι ένας Ελληνάρας με τα όλα του. Φεύγει από τη γειτονιά του μόνο και μόνο για να δει την πρώην σύζηγο του και για να πάει την μητέρα του στο ιατρείο του ΙΚΑ. Κατά τα άλλα η ρουτίνα του έχει ώς εξής. Κάθε πρωί, ανοίγει το ψυλικατζίδικο,βγάζει έξω τέσσερις καρέκλες, οι τρεις για τους φίλους του, απλώνει τις αθλητικές εφημερίδες. Σιγά σιγά μαζεύονται εκεί και οι φίλοι του, με φραπέδες στο χέρι. Περνούν τη μέρα τους χαζολογόντας, Κοροϊδεύοντας τους περάστικούς Αλβανούς, προσπαθώντας να μετρήσουν τους-φαινομενικά-αμέτρητους Κινέζους, βάζουν στοίχημα εάν ο σκύλος του ενός (ονόματι Πατριοτ) γαβγίζει μόνο τους Αλβανούς. Εννοείται πως απεχθάνεται τους μετανάστες και τους πολιτικούς. Εξεγείρεται όταν το κράτος αποφασίζει να χτίσει ένα μνημείο της διαπολιτισμικής αλληλεγγύης. Όλα αυτά κυλούν ήρεμα και ωραία, όταν μια αποφράδα ημέρα, μετά το εγκεφαλικό, η μητέρα του αρχίζει, εντελώς ξαφνικά, να μιλά αλβανικά. Και, ακόμη χειρότερα, ανακαλύπτει πως ο….χαμένος από χρόνια αδερφός του είναι ο μπογιατζής της γειτονιάς. Ο οποίος είναι…..Αλβανός! Ο Σταύρος αποσυντονίζεται από το σοκ, και ακόμη περισσότερο από την ανακάλυψη της “Αλβανικής” του ταυτότητας.
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος σκιαγραφεί άψογα το προφίλ του Έλληνα ρατσιστή, ο οποίος έχει προβλήματα, αλλά προτιμά να αποφύγει την ουσία τους και να “τα ρίξει” στους ξένους. Οι Ελληνάρες της παρέας του είναι μια παρέα από συμπαθείς χαραμοφάηδες, παλαιοροκάδες της “Status Quo” σχολής, που όλη μέρα αράζουν και παρατηρούν την καθημερινότητα γύρω τους, ενώ οι “βρόμικοι” μετανάστες δουλεύουν σαν τα σκυλιά και προσπαθούν έτσι να βγάλουν τα προς το ζην. Τι θα γίνει όμως όταν ο Σταύρος θα ανακαλύψει πως, αυτά που τον ενώνουν με τον Μαρεγκλέν (από τα Μαρξ Έγκελς Λένιν), της αγάπης για τους Quo συμπεριλαμβανομενης, παρά αυτά που τους χωρίζουν; Πως θα αντιδράσει ο Σταύρος, και πως θα αντιδράσουν οι φίλοι του;
Αυτό όμως που κάνει τον Σταύρο ίσως πιο συμπαθή από όλο τον υπόλοιπο θίασο των ελληναράδων της πλατείας, είναι το γεγονός ότι ούτως ή άλλως ο ίδιος ο Σταύρος είναι μπερδεμένος, πολλύ καιρό πριν το μοιραίο. Ακόμη προσπαθεί εναγωνίως να πείσει την γυναίκα του να γυρίσει, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν δείχνει να θέλει να γυρίσει. Αδυνατεί να κοιμηθεί, ενώ πρέπει να προσέχει την μητέρα του όλη μέρα, μιας και η κατάσταση της το απαιτεί.
Η ταινία ασχολείται με το θέμα του ρατσισμού, χωρίς όμως να πέρνει ανοιχτά κάποια θέση ή να προσφέρει κάποια λύση. Αντιθέτως παρακολουθεί τα συμβάντα στη γειτονιά του Σταύρου (μια από τις πιο υποβαθμισμένες της Αθήνας) από κάποια απόσταση, προσπαθώντας περισσότερο να καταλάβει γιατί ο Σταύρος και η παρέα του έχουν αυτές τις αντιδράσεις, παρά να κάνει ένα κοινωνικό σχόλιο, δείχνοντας όμως στην πορεία ότι κανείς δεν είναι άγιος, αλλά όλοι μας είμαστε άνθρωποι με αισθήματα, ανάγκες και προβλήματα που πρέπει κάποια στιγμή να αντιμετοπίσουμε. Οι τελευταίες σεκάνς αφήνουν ανοιχτό το ερώτημα, εάν όντως άλλαξαν ο Σταύρος και η παρέα του, ή όχι. Όμως νομίζω ότι η ταινία βάζει τον θεατή να σκεφτεί, και να αναθεωρήσει τις ιδέες που έχει για τον ρατσισμό.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment