Μεσάνυχτα και έχω μόλις τελειώσει βάρδυα στο κανάλι. Ο αέρας μυρίζει καμένο, και τα μυαλά μου θυμίζουν πουρέ. Περπατάω σιγά σιγά, και γεύομαι την παγωμένη ατμόσφαιρα. Φτάνω στην Dolly, ανοίγω την πόρτα και ξάφνου βρίσκομαι μέσα. Ανάβω τη μηχανή, το ράδιο. Μια γλυκειά φωνή με προϋπαντεί.
I wish I had a river so long,
I would teach my feet to fly.
Το μυαλό μου είναι μπερδεμένο, όχι δεν θα πάω σπίτι τώρα. Πάντα, η οδήγηση μου καθάριζε το μυαλό, ιδίως η νυχτερινή. H βραδυνή Αθήνα πάντα είχε μια σχετική σαγίνη. Λίγος κόσμος, και ένα μυστήριο σε κάθε γωνία. Σταματάω στο φανάρι. Κόκκινο. Και η Μεσογείων άδεια. Περιμένω, περιμένω, περιμένω. Περν’αει ένας τύπος με κουκούλα. Κρατάει ένα από αυτά τα μαραφέτια που χρησιμοποιούν οι Πακιστανοί των φαναριών, αλλά μέσα στο σκοτάδι, αυτό μοιάζει με δρεπάνι.
There's a man going around taking names
And he decides who to free and who to blame
Everybody won't be treated all the same
There'll be a golden ladder reaching down
When the man comes around
Ανάβει πράσινο, ξεκινάω, και ο μοναχικός ξένος συνεχίζει τον δρόμο του. Εγώ κατεβαίνω προς το κέντρο. Σιγά, σιγά, βγαίνω από τον κόσμο των προαστίων και μπαίνω στην πόλη. Κηφισίας και Πανόρμου. Ένας τύπο διασχίζει τον δρόμο κρατώντας ένα συνθεσάιζερ. Τρεκλίζει ελαφρά.Το πέρα δώθε του διακόπτεται από δύο άλλους τύπους που κουβαλάνε θήκες για κιθάρες. Τον τραβάνε και συνεχίζουν τον δρόμο τους.
The piano has been drinking,
Not me.
Και εγώ συνεχίζω. Η μοναχική διαδρομή, με συντρόφους την πιστή μου Dolly και την μουσική συνεχίζεται.Περνάω από την ΓΑΔΑ και βλέπω τον μοναδικό σκοπό που ξεφυλίζει κάποιο κιτρινιάρικο έντυπο, απ’ αυτά που έχουν στο πρωτοσέλιδο πηχιαίους τίτλους τύπου « Σοκαριστική δήλωση του Τηλεπερσόνιου Μηντιάκη: Η Μαίρη Τηλεψωναρίδου πέρνει πίπες από αεροσκάφη». Εγώ σκέφτομαι ότι πιο μαύρο και άραχνο θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό μου.
Fai schifo
Pezzo di merda
Fai proprio schifo
Vafanculo va
Stronzo bastardo
Συνεχίζω, τώρα κατεβαίνω την Ιπποκράτους. Ο δρόμος μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Πηγαίνω χαλαρά χαλαρά. Σχεδόν με ταχύτητα πεζού. Ο τα ξιτζής διπλα μου κορνάρει. Του κάνω σήμα να με προσπεράσει, ο δρόμος ούτως ή άλλως είναι ελεύθερος, μπορεί να πάει όπως γουστάρει.Εγώ είμαι απλά χαλαρός. Φτάνω στη νομική. Ένα καυτό μίνι σχεδόν μου κάνει σήμα για οτοστόπ. Όμορφη, ερωτική φάτσα.
Ι feel my body reeling,
times no matter, I'm on fire.
On the playground, love.
Όμως απλά την προσπερνάω. Έχω την υποψία ότι με την περίπτωση της παίζει περισσότερο τον «Εδώ μωρή, θα λέγεσαι Μαρία», και ξενερώνω απλά και μόνο στην ιδέα του νταβατζή που μετράει τα ευρώ που έβγαλε για πάρτη του η κοπέλα. Μακρυά, αγαπημένοι και με ύσηχη συνείδηση.
Ο δρόμος με βγάζει στην Ομόνοια. Ψιλόλυγνες φιγούρες σέρνονται πάνω στο οδόστρωμα και κοιτούν μέ ένα κενό βλέμμα. Οι απόκληροι της Αθήνας. Η Ομόνοια είναι ένα σοκ για όποιον ζει στη γυάλινη φούσκα των βορείων προαστίων.
There ought to be a law
Against you comin' around
You should be made
To wear earphones
Because something is happening here
But you don't know what it is
Do you, Mister Jones?
Κατεβαίνω την Πειραιώς. Σταματάω σε κάποιο φανάρι. Δίπλα μου ένα ακόμη ταξί. Κοιτάω μέσα. Φαντάροι, πιθανόν σε άδεια, μάλλον μόλις κατέβηκαν από το τελευταίο τραίνο. Γυρνούν από υπηρεσία στα σύνορα. Μας φυλάνε από αόρατους εχθρούς, και από φτωχοδιάβολους που έρχονται στην Ευρώπη για μια ανθρώπινη ζωή. Εκτελούν για ένα χρόνο τις εντολές κάποιων άκαρδων γραφειοκρατών που τους βλέπουν όλους σαν αριθμούς.
You fasten all the triggers
For the others to fire
Then you set back and watch
While the death count gets higher
Πιθανόν να έχουν έρθει με άδεια, μπας και νοιώσουν και αυτοί λίγο άνθρωποι. Συνεχίζω να κατεβαίνω. Φτάνω στο Δέλτα, και ρίχνω κορώνα γράμματα. Πειραιάς ή Σούνιο. Μου βγάζει Σούνιο. Εδώ η κίνηση είναι κάπως πιο πυκνή. Ξενυχτάδικα. Νάυλον ντέφια ψώφια κέφια. Η αποθέωση της ΚΔΟΑ (Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια), προσωποποιημένη στα πρόσωπα του χλιδάτου χλιμήτζουρα με το υπεραυτοκίνητο και της ατσαλάκωτης γκόμενας στη θέση του συνοδηγού. Ο ι νεόκοποι αστοί του χρηματιστηρίου στην καλύτερη τους. Αυτή η Αθήνα που με θλίβει, αυτή η Αθήνα που με σκοτώνει.
I begged you to stab me
you tore my shirt open
And I'm down on my knees tonight
Εκεί, δίπλα στο παλιό αεροδρόμιο, κάνω ένα διάλλειμα σε μία καντίνα. Καφές που κρατάει ξύπνιο Ταύρο και παγωμένο νερό. Ο ιδιοκτήτης φιλοσοφεί με έναν πελάτη. «Όλα είναι σκόνη, όλα. Αυτοί οι σαλτιμπάγκοι με τα αμάξια δεν το καταλαβαίνουν. Σκόνη είναι και αυτά. Μάρκος Βαμβακάρης. Όσοι έχουνε πολλά λεφτά, στον τάφο θα τα πάρουν; Σοφός ο Μάρκος. Να σου πω το μόνο που μένει είναι η αγάπη, και αυτή την κερδίζεις δεν την αγοράζεις. Αλλά που να το καταλάβουν αυτοί».
Εγώ πίνω απλά και αργά τον καφέ, ενώ το τρανζιστοράκι παίζει το όταν συμβεί στα πέριξ. Πέρνω και δεύτερο καφέ
One more cup of coffee and I’m gone
Ξαναναξεκινάω κατά τις τέσσερις. Να προλάβω ξημέρωμα στο ναό του Ποσειδώνα. Περνάω τη Βάρκιζα και αρχίζω να καίω τα λάστιχα της Dolly.
I'll burn my tomorrows
And I'll stand inside today
At the edge of the future
And my dreams all fade away
I'll burn my shadow away
I'll burn my shadow away
Οδηγώ σχεδόν δίχως αύριο με το κοντέρ να έχει πιάσει τα 140. Ο δρόμος είναι και πάλι άδειος, με προϋπαντούν μόνο τα νυσταγμένα φώτα μιάς νυσταγμένης νταλίκας. Οι τελευταίες στροφές περνούν με ταχύτητα φωτός. Φτάνω, ο χώρος είναι κλειστός. Κανένα πρόβλημα απολύτως. Καβαλάω τα συρματοπλέγματα
Και μπαίνω στον χώρο. Μπούζι, αγιάζι και σκοτάδι. Ξαφνικά οι πρώτες ακτίνες του ήλιου κοκκινίζουν τον ουρανό και η μορφή μιας γυναίκας, εμφανίζεται σαν αντικατοπτρισμός στο νερό. Ανάβω τσιγάρο, βαρύ, σέρτικο, και παρακολουθώ καθώς με πλησιάζει.
Όταν καπνίζει ο λουλάς......
Ξαφνικά, μέσα στο πυροκόκκινο σκηνικό πιάνει μια ομίχλη.
Please, walk me out in the morning dew.
Can't walk you out in no morning dew.
Και αυτή συνεχίζει να πλησιάζει, με φίδια να ανεμίζουν στο κεφάλι της
Sunday morning and I'm falling
I've got a feeling I don't want to know
Early dawning, Sunday morning
It's all the streets you crossed, not so long ago
Ξαφνικά ο ήλιος εμφανίζεται, η ομίχλη διαλύεται και τα πάντα λούζωνται από φως. Το μυαλό μου, λες και έχει καθαρίσει πλέον. Πάντα το χάραμα μου έφερνε μια μορφή κάθαρσης, με βοήθαγε να ηρεμήσω. Γυρνάω στην Dolly. «Πάμε Dolly. Πάμε σπίτι. Και αύριο ποιός ξέρει που και με ποιούς θα μας βρει η αυγή».
Monday, December 20, 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
"I'll burn my shadow away".
Αυτό δεν κάνει να τ' ακούς ιππαστί... έτσι και σε παρασύρει ο ρυθμός θα φτάσεις από Σύνταγμα .... Ιταλία!
Έφυγε και ο Καπετάν Βοϊδόκαρδος...
Πολύ όμορφο και μουσικοταξιδιάρικο κείμενο...
Μου θύμισε αυτό...
www.youtube.com/watch?v=cTQQ5fptIPk
Post a Comment