Thursday, April 05, 2012

Drive

Δεν ήθελε πολλή προσπάθεια. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο Ζωρζ όταν έφτανε στην Αθήνα. Έλα όμως που η οικογενειακή επιχείρηση, είναι ένα πράγμα επικίνδυνο, και κουραστικό. Πόσο μάλλον το να την διευθύνεις ενώ παράλληλα σπουδάζεις. Έστω και κατά το ύμησυ.
Δέκα διαφορετικά καταστήματα είχαν υπό την διεύθυνση τους τα αδέρφια. Οχτώ στην Αθήνα, ένα στη Βοιωτία και ένα στη Χαλκίδα. Το κέντρο της επιχείρησης ήταν η Θεσσαλονίκη και αυτό το ήλεγχε ο πατέρας. Αλλά την Αθήνα την είχαν τα αδέρφια. Οπότε έπρεπε εναλλάξ, να κάνουν βάρδιες στα νέα μαγαζιά ή νυχτερινά δρομολόγια. Δύο βράδυα δρομολόγια και τρία βράδυα βάρδιες, και τα άλλα δύο stand-by μήν γίνει καμία στραβή. Όπου στραβή σήμαινε συνήθως ένα από τα εξής πράγματα: έφοδος της αστυνομίας στο μαγαζί, ληστεία, ντου από μαφία ή αντίπαλους, ατύχημα στο μαγαζί.
Δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά τα φρουτάκια. Και δουλειά της νύχτας. Συνήθως η βάρδυα του οδηγού είχε τα εξής. Διακόσια τόσα χιλιόμετρα, minimum, πίσω από το τιμόνι, νύχτα, δουλειές και, τώρα τελευταία, το μυαλό στον μικρό που δούλευε στο μαγαζί στην Σοφοκλέους, γιατί όλο και κάτι μπορεί να πάθαινε. Και μερκές φορές όλα να γίνουν πριν να πάει η ώρα έξι, για να προλάβει να φορτώσει κάνα χαλασμένο μηχάνημα στο πρώτο ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη.
Τα τηλέφωνα άρχισαν κατά τις εννιά, πιο νωρίς από ότι συνήθως. Επείγουσες καταστάσεις. Τα Άσπρα Σπίτια ήθελαν ρευστό, και να φορτώσει ένα χαλασμένο μηχάνημα, η Χαλκίδα ήθελε αντικατάσταση σε ένα καλώδιο για ένα μηχάνημα, και οι υπόλοιποι θα έπερναν τηλέφωνα αναλόγως. Η Χαλκίδα δεν είχε πρόβλημα ρευστού ακόμη, ούτε και ανάληψη όμως. Οπότε πρώτος σταθμός τα Άσπρα Σπίτια και μετά Χαλκίδα.
179 χιλιόμετρα χώριζαν τα Άσπρα Σπίτια από το σπίτι. Πήγε στη γυναίκα του και της είπε πως έχει η κατάσταση. Έπρεπε να φύγει αμέσως για να προλάβουν να κάνουν δουλειά τα μαγαζιά της επαρχίας.
«Πόσα θέλουν τα μαγαζιά;» τον ρώτησε
« Ενάμησι για την ώρα.»
«Καλά σου δίνω τρία για όλα τα έξοδα»
Πήγε στην πλαστική θήκη και με προσωχή του έδωσε δύο πεντακοσάευρα, πέντε διακοσάευρα, πέντε εκατοντάευρα, και δέκα πενηντάευρα. Πήρε και ένα τροφοδοτικό και πήγε για την πόρτα.
«Να φανταστώ ότι θα κάνω εγώ το τηλεφωνικό κέντρο για τα μαγαζιά, έτσι;»
«Ναι»
«Να πέρνω και τον Γιαννάκη, να βλέπω αν είναι καλά;»
«Αν θες, έχε και ‘συ το νου σου, αλλά ότι και να γίνει μην πας κατά ‘κει» της είπε «θα του τηλεφωνώ και εγώ, και ότι γίνει θα πάω εγώ εκεί...είναι περίεργη η περιοχή, ξέρεις»
Βγήκε και μπήκε στην Μερσεντές, για να κινήσει για Βοιωτία.
Η Αττική οδός είχε λίγη κίνηση αλλά η Εθνική ήταν σχεδόν άδεια. Έκανε αριστερά στο Κάστρο, πέρασε τον Ορχομενό, πέρασε την Λιβαδειά και κίνησε για την παλιά τουριστική κωμόπολη. Πέρασε τα πρώτα σπίτια, μπήκε στο κλίμα της παρακμής της μικρής πόλης. Κάποτε εδώ μαζεύονταν παραθεριστές και μηχανικοί για τις φάμπρικες της περιοχής, τώρα συνταξιούχοι, κάνας εργάτης για ότι έμεινε από τη βιομηχανία, κάνας καμένος τουρίστας που τον ξέβρασε το κύμα. Αλλά τουλάχιστον εκεί τα είχαν καλά με τους μπάτσους και μπορούσε να γίνει δουλειά. Έδωσε τα λεφτά, πήρε τον υπολογιστή, έφτιαξε πρόχειρα ένα φραπέ για το δρόμο και κίνησε για Χαλκίδα. Έφτασε στην πόλη κατά τις έντεκα, και είδε το μαγαζί γεμάτο. ΄Αλλαξε γρήγορα το τροφοδοτικό, πάτησε εκκίνηση στο μηχάνημα και ήταν έτοιμος για αναχώρηση. Πήρε τηλέφωνο τον μικρό. Όλα καλά για την ώρα. Του είπε ο μικρός να έρθει το αργότερα για να εισπράξει. Φαινόταν ότι η μέρα θα πήγαινε εξαιρετικά. Πριν φύγει ένιωσε ένα χέρι να τον αγγίζει στο όμο. Ήταν ο υπάλληλος. «Εισπράξεις», του είπε «πριν από λίγο πέρασε ένα κορόιδο και έπαιξε τα κέρατα του. Βγάλαμε ενάμησι σε μία ώρα!» έλεγε ενώ χίλια πεντακόσια ευρώ εμφανίζονταν στο χέρι του.
Την στιγμή ακριβώς που πήγαινε να ανοίξει την πόρτα και να βγει ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
«Σου δίνω αναφορά, είπε η σύζηγος. Πήγαινε να πάρεις ρευστό από Σοφοκλέους, Φιλαδέλφεια, Ραφήνα, Καισαριανή, Χαλάνδρι και να δώσεις από ένα από Αγία Παρασκευή, Ψυχικό και Κηφισιά.» είπε η γυναίκα.
«Καλά πάω να παραλάβω»
Πήρε τον Γιαννάκη και είδε ότι είναι καλά. Έφυγε για Κηφισιά. Πάρκαρε την μαύρη Μερσεντές απ’ έξω, μπήκε, έδωσε τα λεφτά και έφυγε για Ψυχικό. Στο Ψυχικό παίχτηκε πάλι το ίδιο σενάριο και αναχώρησε για Φιλαδέλφεια. Πήρε χίλια και έφυγε, για Σοφοκλέους.
Στη Σοφοκλέους όλα φαίνονταν ύσηχα. Μόνο ένα Skoda Octavia RS τελευταίας γενιάς, μαύρο με φημέ τζάμια, έμοιαζε παράταιρο. Του κίνησε υποψίες. Κοντοστάθηκε στην είσοδο, γύρισε και είδε μία φιγούρα απ’ αυτές που βλέπεις στα πέριξ της Ομόνοιας, να ζηγώνει στο παράθυρο του οδηγού. Η φιγούρα έσκυψε, κάτι είπε και μετά έφυγε.
«Λες να είναι μπάτσοι;» σκέφτηκε
Μπήκε μέσα, πήρε δύο πεντακοσάευρακαι ρώτησε τον μικρό.
«Ρε Γιάννη, δε μου λές, έχεις δει αυτό το Skoda;»
«Ποιό;»
«Το μαύρο που είναι παρκαρισμένο απ’έξω, με τα φημέ τζάμια» είπε ανοίγωντας ελαφρά την πόρτα για να δει ο μικρός.
«Πρώτη φορά το βλέπω»
«Καλά πρόσεχε γιατί μπορεί να είναι και τίποτα τσαίοι»
Έφυγε για Καισαριανή. Τα πράγματα εκεί ήταν ύσηχα. Οι υπήρχε πελατεία και έφυγε με δύο χιλιάρικα. Σειρά είχε η Αγία Παρασκευή. Πήγε τρέχωντας, έδωσε χίλια. Στο δρόμο σκεφτόταν. Αν γίνει καμία μαλακία στη Σοφοκλέους και ΄φανε τον μικρό. Μήπως θα έπρεπε, έστω και οι δυό τους, μόλις πάρουν το πτυχίο να τα βροντήξουν από την επιχείρηση, και να ανοίξουν κάτι άλλο; Μήπως τα πολλά και γρήγορα λεφτά του τζόγου έπρεπε να μετατραπούν στα πιο λίγα και πιο «σίγουρα» λεφτά μιας νόμιμης επιχείρησης; Εντάξει εκεί θα στερηθούμε τη γκλαμουριά, αλλά δεν θα ζούμε οικογενειακός με τον φόβο της βόμβας, του πιστολέρο......
Το μαγαζί του Χαλανδρίου που ήταν το επόμενο βόλευε πολύ άνετα. Ήταν μόλις ένα στενό πάνω από την Δουκίσης Πλακεντίας, πράγμα που σήμαινε ότι, ουσιαστικά θα έβγαινε και θα ξανάμπαινε στην Αττική Οδό σε χρόνο dt. Βγήκε στην Δουκίσσης και πάρκαρε έξω από το μαγαζί. Πήρε κάπου εφτά κατοστάρικα και ετοιμάστηκε να φύγει για Ραφήνα. Ήταν δύο η ώρα και υπολόγιζε να είναι σπίτι στις τέσσερις για να προλάβει ένα διωράκι στην αγκαλιά της γυναίκας πριν φύγει αυτός για τα ΚΤΕΛ, και αυτή για τη δουλειά.
Νέο τηλέφωνο αυτή την φορά.
«Που πηγαίνεις;»
« Πάω Ραφήνα πατέρα»
«Αλλαγή σχεδίων. Πρώτα θα πας να βρεις εκείνο τον Σαλαγιάννη στο γνωστό σημείο. Θέλει αύξηση. Κοφ’τον στα δυόμησι, δεν θέλω να γίνει απαιτητικό το σκουλίκι.»
«Τι ώρα να’μαι εκεί;»

«Δυόμησι. Θα είναι μόνος. Θα είναι και ο Σταμάτης στα πενήντα μέτρα και θα κοιτάει, μην γίνει καμιά στραβή στο ντηλ. Θυμίσου, δεν βγαίνεις από τ’αμάξι ότι και να γίνει. Άμα πάρεις γραμμή φωτογράφο ή όπλο πάτα γκάζι και φύγε..»
«Ναι ναι τα ξέρω.»
Έκλεισε το τηλέφωνο και θυμήθηκε εκείνο το γνωμικό, το «Δουλειά δεν είχε ο διάολος». Αυτό του έλειπε. Να κάνει διαπραγματεύσεις με έναν πουλημένο μπάτσο, μέσα στη νύχτα, σε μια στάση λεωφορείου κάπου στη Νέα Μάκρη. Και αυτό μαζί με την έγνοια για τον μικρό και όλα τα άλλα στραβά της δουλειάς. Τουλάχιστον θα πήγαινε από την Πεντέλη και θα προλάβαινε να πατήσει μια γκαζιά και κάνα πατηλίκι να ηρεμήσει. Ντάξει δεν ήταν η αγκαλιά της γυναίκας, αλλά ήταν και αυτό κάτι.
Ξεκίνησε να ανηφορίζει με φόρα τον δρόμο της Πεντέλης, πέρασε το χωριό, και κάπου εκεί, στα περνώντας τα πλατώματα, θυμήθηκε τα ύσηχα βράδυα, που μέτραγε τα άστρα αγκαλια με αυτήν και σχεδίαζαν το μέλλον. Αυτή η γυναίκα είχε ένα και μοναδικό χάρισμα. Μέσα σε όλο το χάος της δουλειάς, κάνωντας του την τηλεφωνήτρια ακόμα και στις ώρες του πανικού, τον κράταγες προσγειωμένο και ψύχραιμο. Τον ηρεμούσε όταν έπρεπε, και τον τσίταρε όταν έπρεπε. Και αυτό παραήταν μεγάλο χάριασμα για να το παραβλέψει. Και δεν ήθελε να την χάσει για χάρη κανενός βρώμικου μπάτσου, αντιπάλου ή μαφιόζου γονιού.
Κάπως έτσι πέρναγαν οι στροφές, κάπως έτσι χάνονταν οι διαγραμίσεις και τα φώτα των λιγων αυτοκινήτων που υπήρχαν στον φιδωτό δρόμο από τον καθρέφτη του. Έφτασε δεκαπέντε λεπτά πιο νωρίς από την ώρα του ραντεβού και τηλεφώνησε στην γυναίκα για να της πει τα καθέκαστα. Αυτή του είπε να μην ανυσηχεί, και ότι θα προσέχει και αυτή για τον Γιαννάκη.
Πέρασε το τέταρτο, πέρασαν και άλλα πέντε λεπτά και εμφανίστηκε μια κόκκινη Giulietta. Άναβόσβησε δυο φορές τους προβολείς, τον πέρασε και πάρκαρε μπροστά του. Με το που έγινε αυτό, αναβόσβησε και αυτός δύο φορές τους προβολείς. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας πενηντάρης. Πλησίασε το παράθυρο, και έκανε διακριτό το κοντοκουρεμένο κεφάλι του. Τα μαλλιά του είχαν φορτωθεί μια ποσότητα μπριγιαντίνης που θα αν πλησίαζε σπίρτο η έκρηξη θα κατέστρεφε οικοδομικό τετράγωνο. Ή έτσι σκεφτόταν ο Ζωρζ. Άνοιξε το παράθυρο και ο μπάτσος πλησίασε το κεφάλι του
«Τέσσερα» του είπε
«Ξέρεις ότι και να τα είχα δε θα σ’τα ‘δινα ενάμησι»
«Τριάμησι, έχω γυναίκα και παιδί»
«Δύο, έχω γυναίκα, τρία αδέρφια και δεν ξέρω πόσους άλλους που ταϊζω εδώ»
«Τρία και τέλος»
«Έλα τώρα με σφάζεις και το ξέρεις.Κάνε ένα σκόντο δικέ μου. Δύο διακόσια»
«Δύο εφτακόσια πενήντα»
«Δυόμησι χήνες και τέρμα. Τόσα έχω τόσα δίνω. Γκέγκε; Αν θες έξτρα παραδάκι υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές για πάρτη μου. Ουρά μου κάνουν πουλημένοι μπάσκινες για λιγότερα από σένα.»
«Ε ντάξει δεν χρειαζόταν και το κύρηγμα, δυόμησι.Ντηλ. Να ξέρεις όμως. Είστε σκληρά καρύδια και κάποιος θα σας σπάσει μια μέρα. Τώρα πέσε το παραδάκι»
Έδωσε τα δυόμησι και έφυγε για Ραφήνα. Πήρε εκεί ενάμησι, και έκανε ξανά τηλέφωνο στον μικρό. Δεν απάνταγε.
«Γαμώτο, κάτι θα έγινε. Ο μπάσκινας με προειδοποιούσε.» σκέφτηκε και ξεκίνησε για Σοφοκλέους..
Στα φανάρια του περιφερειακού, τον πήρε ο μικρός.
«Πού ήσουν. Με κοψοχώλιασες»
«Βγήκα να παραλάβω τα αναψυκτικά. Να σου πω κάτι γίνεται εκεί. Γυρνώντας είδα ότι ο μάγκας στο Octavia είχε ανοίξει το πορτ μπαγκάζ και είχε μέσα ένα πιστόλι και ένα καλάσνικοφ. Τι κάνω»
«Μπες στο μαγαζί και κρύψου»
Πήρε τον πατέρα και του είπε ότι φαίνεται να ετοιμάζεται πέσιμο και να βάλει λυτούς και δεμένους να βρουν τι γίνεται. Με το που βγήκε στα διώδια πάτησε γκάζι, και δεν το άφησε πριν φτάσει στην Πανεπιστημίου. Σταμάτησε όπως όπως δίπλα στο Octavia είδε το πορτ παγκάζ ανοιχτό, και είδε ένα Καλάσνικοφ να αλλάζει χέρια. Ο τύπος που το πήρε μπήκε σε ένα άλλο αμάξι και έφυγε. Γιαννάκης και μαγαζί ήταν άθικτοι. Μάλλον ήταν λάθος συναγερμός, και τη γλίτωσαν υπερβολικά φτηνά. Πήρε και τον πατέρα του να βεβαιωθεί. Δεν έτρεχε τίποτα. Το είπε και στον πατέρα του και στον μικρό.
«Παίρνω πτυχείο, μαζεύω κεφάλαιο και κάνω δική μου δουλειά. Νόμιμη. Και πέρνω στην δουλειά και τον Γιαννάκη. Δεν αντέχω άλλο παρανομία. Θέλω ασφάλεια και οικογένεια. Μην πεις τίποτα, Το αποφάσισα, δεν μπορείς να με σταματήσεις ή να με μεταπείσεις. Σου στέλνω το μηχάνημα με το ΚΤΕΛ. Γεια»
Πήγε Κηφισσό, άφησε το μηχάνημα, και ξεκίνησε για το σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή του είχε κολήσει η γνωστή μπαλάντα από τη δεκαετία του ’80 και μουρμούριζε τους στίχους.
«Who’s going to drive you home tonight»

No comments: